Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Γκάλοπ, πάθη και ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μεταπολίτευση

του Γιώργου Παπανάγνου, απο τα Ενθεματα...
Τον τελευταίο καιρό διαβάζουμε, πολύ συχνά, ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο λαϊκισμός, ότι υποθάλπει τη βία, ότι είναι τριτοκοσμικός, ότι υμνεί τον ολοκληρωτισμό, ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει τις κινηματικές του «ασθένειες», καθώς και ότι η στροφή του προς τον «ρεαλισμό» (συνάντηση με Σόιμπλε, επίσκεψη στις ΗΠΑ κ.α.) και δεν πείθει αλλά και δημιουργεί εσωτερικές έριδες. Παράλληλα, μια σειρά δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πρωτιά της Αριστεράς στις επόμενες εκλογές σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Έτσι, αυθαίρετα έρχεται και το συμπέρασμα ότι (κάποια από) τα παραπάνω εξηγούν την παρούσα στασιμότητα.
Προκειμένου όμως να εξηγήσει κανείς τα δημοσκοπικά αποτελέσματα πρέπει να πάει στην ουσία των πραγμάτων. Πρέπει δηλαδή να εξετάσει τι πρεσβεύει η Αριστερά, πού δείχνει να πηγαίνει και γιατί, εν τέλει, προκαλεί τόσες –παθιασμένες– αντιδράσεις.
Καταρχάς, οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ έχει υπάρξει κατά καιρούς αμφίσημος. Παράλληλα, κατά περιόδους, εμφανίζει μια αδυναμία σε επικοινωνιακό επίπεδο όταν εκφράζονται θέσεις που εύκολα μπορούν να παρερμηνευθούν. Την ίδια στιγμή, γίνεται σαφές ότι η τρικομματική κυβέρνηση δεν βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η θετική απόφαση για τις δόσεις, το καλύτερο κλίμα για την Ελλάδα στο εξωτερικό αλλά και το ενδεχόμενο ενός νέου «κουρέματος» μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτέμβρη δημιουργούν την προσδοκία για μια σχετική ανάσα, μετά το 2013. Έπειτα από τέσσερα χρόνια πρωτοφανών θυσιών με μοναδικό στόχο, αλλά και ως τώρα αντίκρισμα, την παραμονή στο κοινό νόμισμα είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι αυτές οι εξελίξεις δεν θα βοηθήσουν την κυβέρνηση. Επιπλέον, τα μέτρα είναι μεν εξαιρετικά επώδυνα αλλά οι συνέπειες τους δεν είναι ίδιες για όλους, ενώ στηρίζονται με πάθος από τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης.
Αυτά όμως εξηγούν μονάχα εν μέρει τα γκάλοπ. Μια πιο ολοκληρωμένη ανάλυση είναι αναγκαία.
Είναι σαφές ότι οι ιστορικές ρίζες του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στην ευρωκομμουνιστική Αριστερά και τη νεομαρξιστική σκέψη. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η τελευταία αποτελεί και τη μοναδική πηγή έμπνευσης. Η δημοκρατική Αριστερά έχει αποτελέσει, παραδοσιακά, μήτρα καινοτόμων ιδεών (οικολογία, δικαιώματα γυναικών, μεταναστών, ομοφυλόφιλων, δικαιότερη κατανομή φορολογικών υποχρεώσεων κ.ά.) που υιοθετήθηκαν από μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου. Ωστόσο, η εμμονή των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ στον υποτιθέμενο «παλαιομαρξισμό» του έχει προφανώς στόχο την πόλωση και τη συσπείρωση συντηρητικών ψηφοφόρων, που πιέζονται δραματικά από την κρίση.
Επιπρόσθετα, αυτές οι αναφορές συνήθως συνοδεύονται και από υποτιμητικά σχόλια για τον «κινηματισμό» του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι γεγονός ότι η δημοκρατική Αριστερά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των εργατικών και φοιτητικών κινημάτων όπως και εκείνων των μειονοτήτων. Η πολιτική κουλτούρα της, άλλωστε, είναι ιστορικά θεμελιωμένη πάνω στις αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας έκφρασης και των κοινωνικών δράσεων. Αυτό όμως δεν αποτελεί ίδιον της ελληνικής Αριστεράς. Αντίθετα, η διασύνδεση με τα κινήματα αποτελεί καταστατικό στοιχείο σύσσωμης της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Είναι πρόδηλο λοιπόν ότι όσοι τρομάζουν από τη διασύνδεση του ΣΥΡΙΖΑ με τα κοινωνικοοικονομικά και τα πολιτισμικά κινήματα μάλλον εμπνέονται από μια αρκετά συντηρητική αντίληψη για την πολιτική.
Βέβαια, είναι σαφές ότι η διασύνδεση με τα κινήματα και η έμφαση στη δημοκρατία μπορεί να οδηγήσει και σε φαινόμενα κακοφωνίας. Ωστόσο, προφανώς είναι προτιμότερο να διαχειρίζεται κανείς την κακοφωνία παρά να καταλύει τη διαφωνία και τον διάλογο. Το να προβάλλει κανείς ως ιδεατό (έστω στο όνομα της αποτελεσματικότερης κομματικής λειτουργίας) την απόλυτη στοίχιση με τις ιδέες του κομματικού ηγέτη είναι ελάχιστα δημοκρατικό. Επιπλέον, ακριβώς αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα, που διαχρονικά χαρακτήρισε ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., αποτέλεσε μια από τις βασικές αιτίες της σημερινής απαξίωσης των κομμάτων από τους πολίτες. Οπότε, αυτοί που βλέπουν αρνητικά την πολυφωνία του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον αδυνατούν να υπερβούν συγκεκριμένες μεταπολιτευτικές αντιλήψεις.
Σε ό,τι αφορά στον λαϊκισμό, η αδυναμία της ανάλυσης είναι καταφανής. Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε την εκλογική του επιρροή στη βάση της καταδίκης του Μνημονίου και προβάλλοντας την ανάγκη για εναλλακτικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης. Αν και κατά καιρούς δεν αποφεύχθηκαν οι υπερβολές και οι ευκολίες στη διατύπωση προτάσεων, η –κυνική)– παραδοχή από το ΔΝΤ ότι η λιτότητα χειροτέρευσε τα πράγματα και η καταφανέστατη αποτυχία του προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης καταστούν τον ΣΥΡΙΖΑ ηθικό νικητή αυτής της συζήτησης. Το 30% που δηλώνουν έτοιμοι να ψηφίσουν την Αριστερά δεν είναι λοιπόν θύματα του λαϊκισμού. Αντίθετα, σύμφωνα με κοινωνιολογικές μελέτες, είναι προοδευτικά στρώματα της μεσαίας και της εργατικής τάξης που έχουν πληγεί σε δραματικό βαθμό από την κρίση.* Συνεπώς, η έμμεση καταδίκη τους (μέσω της απόλυτης καταδίκης του ΣΥΡΙΖΑ) μάλλον προκύπτει από την αδυναμία ορισμένων να διαχειριστούν την απώλεια της πρότερης ισχύς τους.
Αν ωστόσο το αντι-Μνημόνιο ως κομβικό σημαίνον έφτανε για να συνασπίσει αυτό το ευρύ πλέγμα κεντροαριστερών ψηφοφόρων σε έναν δίκαιο αγώνα (και σε καταστάσεις πολιτικοοικονομικής αποσύνθεσης), είναι φανερό ότι από μόνο του δεν είναι αρκετό. Αυτό που χρειάζεται πλέον είναι πειστικές προτάσεις για την οικονομία, την παιδεία, την έρευνα, την ανταγωνιστικότητα, τον δημόσιο τομέα — και όλα αυτά εν μέσω μιας προοπτικής μείωσης του χρέους. Με άλλα λόγια χρειάζεται μια ολοκληρωμένη, ηγεμονική πρόταση υπέρβασης της μεταπολίτευσης.
Αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ το έχει κατανοήσει εδώ και καιρό, και γι’ αυτό βρίσκεται σε πορεία οργανωτικής αλλά και πολιτικής ανασυγκρότησης. Και είναι τελικά αυτό το οποίο προκαλεί και τις πιο παθιασμένες αντιδράσεις — εξ ου και οι υποτιμητικές κρίσεις περί όψιμου «ρεαλισμού». Διότι είναι σαφές ότι το πολιτικό πρόταγμα της Αριστεράς θα βρίσκεται στον αντίποδα των πολιτικών που εφαρμόζονται σήμερα και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συμβαδίζουν με το πνεύμα της μεταπολίτευσης.
Τα τελευταία χρόνια έχει συναρθρωθεί μια αφήγηση που κάνει λόγο για τον καταστρεπτικό ρόλο των «συντεχνιών», του κρατισμού, των δαπανών του παρελθόντος κτλ. Σαφώς και η αφήγηση αυτή δεν στερείται απόλυτα νοήματος. Ωστόσο, με πυρήνα αυστηρά νεοφιλελεύθερες λύσεις επαναδιατυπώνει συνταγές που εφαρμόστηκαν (με τη γνωστή «επιτυχία») πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ωστόσο, τα βασικά και αλληλοσυνδεόμενα πρoβλήματα της χώρας, τα οποία την οδήγησαν στο σημερινό τέλμα είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και η φοροδιαφυγή. Η μεταπολίτευση εξέθρεψε μεν ένα μεγάλο, δαπανηρό (ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών του) και κατά περιπτώσεις διεφθαρμένο δημόσιο, αλλά κυρίως δημιούργησε ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλής έντασης εργασίας, χαμηλής παραγωγικότητας, εθνικών προμηθευτών και διαπλεκόμενων, με βασικό μοχλό ανάπτυξης την εσωτερική ζήτηση. Όμως, η εσωτερική υποτίμηση, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, η ανεξέλεγκτη απελευθέρωση των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας, καθώς και η δραματική περικοπή των δημοσίων δαπανών σε καμία περίπτωση δεν θα λύσουν τα προαναφερθέντα προβλήματα.
Αν η χώρα λοιπόν επιθυμεί να ξεπεράσει το προβληματικό παρελθόν, θα πρέπει να επενδύσει στην ανταγωνιστικότητα. Και αυτό δεν θα επιτευχθεί με την εσωτερική υποτίμηση αλλά με την αύξηση της παραγωγικότητας — πράγμα που συνεπάγεται συστηματικές, δημόσιες δαπάνες για την τεχνολογία, την έρευνα και ανάπτυξη και την παιδεία. Αυτό όμως απαιτεί μια άλλη αντίληψη για το κράτος, και για τους χρονικούς ορίζοντες μείωσης των ελλειμμάτων. Επιπρόσθετα, καθιστά περισσότερο από αναγκαία τη συστηματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής –σε όλες τις εκφάνσεις της– και τον δίκαιο καταμερισμό των φορολογικών βαρών.
Αυτό ακριβώς είναι σε πορεία να διαμορφώσει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και αυτό πρέπει να είναι το πρώτο του μέλημα αν θέλει να ηγηθεί στην νέα εποχή. Τελικά, όμως, αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι, τόσο στο κοινωνικοοικονομικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο, ο ΣΥΡΙΖΑ κομίζει ένα νέο μοντέλο, το οποίο έρχεται σε πλήρη ρήξη με τα πεπγραγμένα και τις αντιλήψεις της μεταπολίτευσης. Και είναι αυτό, τελικά, που προκαλεί τις σφοδρές αντιδράσεις.

* Δημήτρης Μαύρος, «Ο ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ», Η Αυγή, 25.11.2012 ( goo.gl/efODU)

Ο δρ Γ. Παπανάγνου είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Ηνωμένων Εθνών-Ινστιτούτο Συγκριτικών Μελετών Περιφερειακής Ενοποίησης.

Εικονα: Τζαίημς Ένσορ, «Η είσοδος του Χριστού στις Βρυξέλλες», 1888. Στο πανώ μπροστά διαβάζουμε: «Ζήτω ο
σοσιαλισμός!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων