Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ο Χρό­νης, ο Χρό­νος και άλ­λες ι­στο­ρίες για αν­θρώ­πους ...

Τώ­ρα που κα­τα­κά­θι­σε ο κουρ­νια­χτός, ας ξα­να­πιά­σου­με το νή­μα της α­φή­γη­σης α­πό κει που το έ­πια­νε πά­ντα κι ο ί­διος: α­πό τα τρί­σβα­θα της ψυ­χής.
Στη χώ­ρα του Κά­πο­τε και του Πα­ντο­τι­νά, πά­νω α­πό το αρ­χι­φυ­λα­κείο, στρί­βο­ντας δε­ξιά στο πλα­τύ­σκα­λο ό­που κο­ντο­στέ­κε­ται η τσι­με­ντό­σκα­λα πριν συ­νε­χί­σει για το δεύ­τε­ρο ό­ρο­φο, στο πρώ­το κε­λί α­ρι­στε­ρά με­τά τις σι­δε­ρέ­νιες μπά­ρες του κι­γκλι­δώ­μα­τος που χω­ρί­ζει τις δυο «α­χτί­νες», ζει ο κλει­δο­κρά­το­ρας των Αφη­γή­σεων –α­πό τις κα­πνερ­γα­το­γει­το­νιές της Κα­βά­λας, εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια φυ­λα­κές και ε­ξο­ρίες, φορ­τω­μέ­νος με ό­λα τα ά­δι­κα που έ­χουν σκα­ρώ­σει οι δυ­να­τοί ε­νά­ντια στους α­δύ­να­τους, α­πό το «πε­ρί συ­στά­σεως ε­πι­τρο­πών ε­πί της δη­μο­σίας α­σφα­λείας» διά­ταγ­μα του 1924 και το βε­νι­ζε­λι­κό «ι­διώ­νυ­μο» του 1929 με την ποι­νι­κο­ποίη­ση «ι­δεών σκο­πών ε­χου­σών την διά βιαίων μέ­σων α­να­τρο­πήν του κρα­τού­ντος κοι­νω­νι­κού συ­στή­μα­τος», μέ­χρι τον 509 του 1947 «πε­ρί α­πο­σπά­σεως μέ­ρους εκ του ό­λου της Επι­κρα­τείας» και το Γ΄ Ψή­φι­σμα του 1949 «πε­ρί μέ­τρων ε­θνι­κής α­να­μορ­φώ­σεως». Ο Χρό­νης ο Μίσ­σιος, ο φύ­λα­κας του Αστέ­ρευ­του Νε­ρού της Μνή­μης, που ό­ποιος το γευ­τεί μια, πο­τέ δε λη­σμο­νεί τα νιά­τα του.
Ρώ­τη­σε, να σ’ το βε­βαιώ­σει, ό­ποιον θέ­λεις α­π’ την πα­ρέα των Χα­μέ­νων Αγο­ριών στη Χώ­ρα του Κά­πο­τε και του Πα­ντο­τι­νά. Ζουν στα πα­ρα­δι­πλα­νά κε­λιά α­ρά­δα, στον ί­διο ό­ρο­φο, τον πρώ­το ό­ρο­φο του «Πα­ραρ­τή­μα­τος» των φυ­λα­κών Αβέ­ρω­φ, πί­σω α­π’ τα Κε­ντρι­κά, το πε­τρό­χτι­στο κτί­ριο με τη φρου­ρια­κή πρό­σο­ψη, ό­πως βλέ­πεις α­πό τη λεω­φό­ρο Αλε­ξάν­δρας, λο­ξά κι α­πέ­να­ντι α­π’ τον Πα­να­θη­ναϊκό: ο Θα­νά­σης Αθα­να­σίου, ο Παύ­λος Κλαυ­δια­νός, ο Νί­κος Κιά­ος, ο Ανδρέ­ας Σαβ­βά­κης, ο Νί­κος Γιαν­να­δά­κης, ο Κώ­στας Κα­ρυω­τά­κης, ο Νι­κη­φό­ρος Στα­μα­τά­κης, ο Γιώρ­γος Μποτ­ζά­κης, ο Αρί­στος Θε­ο­δω­ρί­δης, ο Αντώ­νης Μαρ­γα­ρί­της, ο Κω­στής Γιούρ­γος. Πέ­ντε χρό­νια άλ­λος, ο­κτώ χρό­νια, δέ­κα χρό­νια άλ­λος, δε­κά­ξι, εί­κο­σι χρό­νια άλ­λος, πλη­ρώ­νουν σε νιά­τα και παίρ­νουν σε α­πό­σταγ­μα αυ­το­γνω­σίας, ε­γκαρ­τέ­ρη­σης και σο­φίας.
Νέ­ος εί­σαι, χω­ρίς να το κα­τα­λά­βεις σου σκιά­ζει κα­μιά φο­ρά το βλέμ­μα η λα­χτά­ρα για τη ζωή που κυ­λά­ει έ­ξω α­π’ τους τοί­χους της φυ­λα­κής, κι ε­σύ δεν εί­σαι ε­κεί ν’ α­κού­σεις να σου πει «γεια» έ­να ξε­χω­ρι­στό κο­ρί­τσι. Σε βλέ­πει έ­τσι σκε­φτι­κό και στε­να­χω­ρε­μέ­νο ο Χρό­νης και…
–Μη στε­να­χω­ριέ­σαι, ρε! Τώ­ρα εί­μα­στε στην κοι­λιά του κύ­μα­τος. Θά ’ρθει και­ρός, θα γυ­ρί­σει το πρά­μα, θα βρε­θού­με κα­βά­λα στην κορ­φή. Θα ι­δείς.
Το γυρ­νάς κι ε­σύ στην πλά­κα τό­τε.
–Τι να ι­δώ, ρε Χρό­νη; Σε λί­γο θα μας πεις πως θα προ­λά­βου­με και σο­σια­λι­σμό.
–Πά­ψε! Δεν ξέ­ρεις τι σου εί­ναι η ζωή…
Γυ­ρί­ζει τώ­ρα στο σο­βα­ρό η κου­βέ­ντα. Έχου­νε, στο με­τα­ξύ, μπει και τα ρώ­σι­κα ταν­κς στην Πρά­γα… Αύ­γου­στος 1968, ε;
–Και για­τί δε θα στρα­βώ­σει και σε μας το πρά­μα, ρε Χρό­νη;
–Μην σκιά­ζε­στε, δε θα πά­ει στρα­βά ο δι­κός μας σο­σια­λι­σμός.
–Ο δι­κός μας; Για­τί ό­χι ο δι­κός μας, δη­λα­δή;
–Για­τί ε­μείς κι ε­κεί α­ντι­πο­λί­τευ­ση θα εί­μα­στε!
–Δη­λα­δή, ά­μα εί­σαι α­ντι­πο­λί­τευ­ση δεν κά­νεις λά­θη;
–Κά­νεις, κι ε­γκλή­μα­τα εξ α­με­λείας κά­νεις, ό­λοι κά­νου­με. Αλλά μην πιά­σου­με τώ­ρα την κου­βέ­ντα για τα λά­θη, και τί ’ναι λά­θος και τα ρέ­στα, και μας πά­ει στη φι­λο­σο­φία…
–Ας μας πά­ει.
Και μας πά­ει. Και α­πλώ­νε­ται η κου­βέ­ντα στα αν­θρώ­πι­να και σε τυ­λί­γει μια ζε­στα­σιά, μια κα­τα­νό­η­ση και μια κα­λο­σύ­νη κι ό­λα σαν να βρί­σκουν την α­πά­ντη­σή τους.
Ο Χρό­νης εί­ναι δά­σκα­λος να σε μα­θαί­νει να μι­λάς με ει­κό­νες α­π’ τη ζωή.
«Εγώ έ­να έ­χω κα­τα­λά­βει. Τα λά­θη του ο άν­θρω­πος δεν πρέ­πει να τα πε­ρι­φρο­νά, τα λά­θη του ο άν­θρω­πος πρέ­πει να τα νοιά­ζε­ται. Τα λά­θη, σαν τα νό­θα, έ­χουν α­νά­γκη την ί­δια κα­τα­νό­η­ση κι α­γά­πη με τα νό­μι­μα, μη σου πω και πε­ρισ­σό­τε­ρη, κα­τά­λα­βες; Απ’ τα λά­θη, ρε, μα­θαί­νου­με! Τι νό­μι­σες;»
Τι να νο­μί­σεις ε­σύ, και τι να κα­τα­λά­βεις; Πό­σο ξέ­ρεις α­πό ζωή, πό­σα λά­θη πρό­φτα­σες να πά­θεις και να μά­θεις ε­σύ, εί­κο­σι δυο χρο­νών παι­δί, άλ­λο έ­να α­μάλ­λια­γο α­π’ την πα­ρέα των Χα­μέ­νων Αγο­ριών στη χώ­ρα του Κά­πο­τε και του Πα­ντο­τι­νά; Αλλά, θα πε­ρά­σου­νε χρό­νια και θα κα­τα­λά­βεις…

Αυ­τά στο κρυ­φό σχο­λείο του πρώ­του ο­ρό­φου, πά­νω α­π’ το αρ­χι­φυ­λα­κείο. Για­τί υ­πάρ­χει και το άλ­λο, στο προ­αύ­λιο κά­τω, στον πλά­τα­νο –«Ακα­δη­μία Πλά­τα­νος» τη λέ­νε χα­ρι­το­λο­γώ­ντας ο Θα­νά­σης, ο Παύ­λος, οι Νι­κο­λή­δες, ο Ανδρέ­ας, ο Νι­κη­φό­ρος, οι Κω­στα­ντή­δες, ο Γιώρ­γης, ο Αρί­στος, ο Αντώ­νης.
Εδώ, λοι­πόν, Ακα­δη­μία Πλά­τα­νος, στη χώ­ρα του Κά­πο­τε και του Πα­ντο­τι­νά, ξε­τυ­λί­γει τις δι­κές του ι­στο­ρίες –ό­μως ό­χι στο κε­λί του αυ­τός, ε­πά­νω, στο δεύ­τε­ρο ό­ρο­φο, αλ­λά στον ί­σκιο α­π’ το πλα­τά­νι, που το πε­ζού­λι, χτι­σμέ­νο ο­λο­τρί­γυ­ρα στη ρί­ζα του, φτιά­χνει τη ρη­χή στερ­νί­τσα με τα πέ­ντε χρυ­σό­ψα­ρα– ο Αϊ Βα­σί­λης ο Δο­λα­ψής. Από τη Μι­κρα­σία ναυα­γός αυ­τός, σαλ­τα­δό­ρος της ζωής να κυ­νη­γά­ει τη μπου­κιά το ψω­μί α­πό παι­δά­κι, κά­τι μι­κρο­κλε­ψιές α­πό ’δώ, δυο δρά­μια –δρά­μια ή­τα­νε πα­λιά– χα­σί­σι α­πό κει. Πώς μπλέ­κεις πριν το κα­τα­λά­βεις, ά­μα εί­σαι α­πό­κλη­ρος και πα­λεύεις να ζή­σεις λί­γη ζωή κι ε­σύ. Ξέ­ρει. «Ποιος εί­πε πως ο ντου­νιάς εί­ναι μο­ντα­ρι­σμέ­νος δί­καια, ρε;». Μπαι­νο­βγαί­νει στις φυ­λα­κές με κά­μπο­σα άρ­θρα κι άλ­λες τό­σες πα­ρα­γρά­φους του Ποι­νι­κού Κώ­δι­κα στην κα­μπού­ρα του κά­θε φο­ρά αυ­τός. «Τι τα θες, στη λά­θος με­ριά γεν­νη­θή­κα­με», λέει και γε­λά­νε τα μου­στά­κια του –και τα γέ­νια του, κά­τι γέ­νια ψα­ρά και φου­ντω­τά, ώς ε­δώ. Γι’ αυ­τό τον λέ­με Αϊ Βα­σί­λη. Απο­στό­λης εί­ναι το ό­νο­μά του, αλ­λά το Βα­σί­λης τού ‘μει­νε α­πό τα υ­πό­γεια της Μπου­μπου­λί­νας. Εκεί του το κόλ­λη­σε ο Αντρέ­ας ο Λε­ντά­κης, ό­ταν μια μέ­ρα πή­ρε κλε­φτά το μά­τι του το πρό­σω­πό του να ξε­προ­βά­λει, ό­λο γέ­νια και μου­στά­κια, μια στιγ­μή στο πα­ρα­θυ­ρά­κι του κε­λιού της α­πο­μό­νω­σης, που του το ά­νοι­ξε ο φύ­λα­κας της βάρ­διας. Μπά­τσος αυ­τός, κα­λό παι­δί, ναι. Φο­ρού­σε στο α­ρι­στε­ρό έ­να δα­χτυ­λί­δι με μιαν ε­πί­χρυ­ση δραχ­μή ε­πά­νω με το προ­φίλ του Κων­στα­ντί­νου, που τον εί­χε διώ­ξει η χού­ντα κά­τι μή­νες πριν πια­στού­με η πρώ­τη φουρ­νιά του «Ρή­γα Φε­ραίου»… Kα­λό παι­δί αυ­τός, εί­πα­με, έ­τσι τον θυ­μά­μαι, δε μας που­λού­σε ζο­ρι­λί­κια. Του ά­νοι­ξε, που λες, μια στιγ­μή το πα­ρα­θυ­ρά­κι ο φύ­λα­κας και τον εί­δε φευ­γα­λέα ο Λε­ντά­κης τον μπάρ­μπα Απο­στό­λη, έ­τσι με τα ψα­ρά τα φου­ντω­τά τα γέ­νια, κι έρ­χε­ται και μας λέει, «Ρε παι­διά, αυ­τοί οι α­θεό­φο­βοι έ­χου­νε πιά­σει και τον Αϊ Βα­σί­λη!» Γε­λά­σα­με! Πού Αϊ Βα­σί­λης; Πά­σχα ή­τα­νε, σκέ­ψου, Πά­σχα του ’68. Μαύ­ρο Πά­σχα στα υ­πό­γεια της Ει­δι­κής Ασφά­λειας, ό­μως γε­λά­σα­με. Παι­διά...
Εκεί, που λες, στη στερ­νί­τσα του πλά­τα­νου, στο πά­νω προ­αύ­λιο –πέ­ντε μέ­τρα α­π’ τον ψη­λό μα­ντρό­τοι­χο α­νά­με­σα στο «Εφη­βείον Αβέ­ρωφ» και τις γυ­ναι­κείες φυ­λα­κές δί­πλα– ε­κεί μα­ζευό­μα­στε τα ζε­στά α­πο­γεύ­μα­τα του κα­λο­και­ριού οι νε­ο­λαίοι και βου­τά­με, κα­θι­σμέ­νοι έ­να γύ­ρο, τσα­λα­βου­τά­με τα πό­δια στο νε­ρό, κι έρ­χο­νται τα χρυ­σό­ψα­ρα, ξε­θαρ­ρε­μέ­να, και τσι­μπο­λο­γά­νε τις γυ­μνές πα­τού­σες, και τ’ αυ­τιά μας κρέ­μο­νται ορ­θά­νοι­χτα α­π’ το στό­μα του μπαρ­μπα-Βα­σί­λη να λέει την ι­στο­ρία, που μια φο­ρά στο Μο­να­στη­ρά­κι βού­τη­ξε μια χλαί­νη α­πό έ­να πα­λιατ­ζή κι «έ­σπα­σε κα­τα­κά­τω, προς Θη­σείο με­ριά» τρέ­χο­ντας την Ηφαί­στου…
–Κι α­πά­νω που σκε­φτό­μου­να, δο­ξα τω θεώ τη γλύ­τω­σα, κι έ­χω στρα­φεί κα­τα­πί­σω να δω τι συμ­βαί­νει στο κα­τό­πι μου, πέ­φτω α­πά­νω σ’ έ­ναν ε­μπο­ρο­μα­νά­βη –σαν τρί­φυλ­λη ντου­λά­πα, ο κε­ρα­τάς– και μου σβου­ρά­ει μια στη μά­πα, που εί­δα το Χρι­στό φα­ντά­ρο!.. Κι ε­τσι­δά τσα­λα­κω­μέ­νο με πα­ρα­δί­νει στον μπα­λιατ­ζή, που ’χει προ­φτά­ξει στο α­να­με­τα­ξύ, και με στρώ­νου­νε κι οι δυο –το Χρι­στό σου, τη Μπα­να­γία σου!– στις μά­πες και στα κλω­τσί­δια, να μην ξέ­ρω πού να φύ­γω και πού να μεί­νω. Πά­ει, λέω μέ­σα μου, τώ­ρα θα με πα­ρα­δώ­σου­νε και σε κα­νέ­να μπο­λι­τσι­μά­νο κι ά­ντε μια α­π’ τα ί­δια! Και πώς κά­νω, πώς γί­νε­ται, τρα­βάω, έ­τσι μια, το χέ­ρι μου, τους μέ­νει το μα­νί­κι, αλ­λά ε­γώ εί­μαι κιό­λας στου Ψυρ­ρή. Τρέ­χου­νε αυ­τοί ξω­πί­σω, χώ­νο­μαι ’γω, χά­νο­μαι μες στα στε­νά­κια!
Εί­ναι κει­δά, στην ο­δό Λε­πε­νιώ­τη θαρ­ρώ, έ­να υ­πό­γειο, έ­να χο­ντρο­μπα­κά­λι­κο, έ­νας Να­ξώ­της που το­νε ξέ­ρω –κά­τι πα­τά­τες φέρ­νει αυ­τός ε­κεί, κά­τι κρομ­μύ­δια, ξε­ρά φα­σό­λια, ντο­μά­τες, κρα­σί, ξε­ρω­γω­τί– πάω χώ­νο­μαι κει­πε­ρα­μέ­σα. Τσου­βά­λια, πα­λιο­λι­νά­τσες μες στον κουρ­νια­χτό, κρα­σο­βά­ρε­λα, λου­φά­ζω, βα­στάω την α­νά­σα μου… Ένα τσι­γά­ρο, ρε παι­διά! Αα, ω­ραία… Ε, πέ­ρα­σε ώ­ρα, ξε­ρω­γω­τί, κα­τε­βαί­νει κά­τω ο Να­ξώ­της, μα­κα­ρί­της τώ­ρα αυ­τός, μι­λά­με σα­ρα­ντα­εν­νιά, πε­νή­ντα, να πυ­ρο­βο­λάς τη δε­κά­ρα… Ανέ­βα α­πά­νω, ρε, μου λέει, πά­ει, φύ­γα­νε αυ­τοί! Ανε­βαί­νω. Και τι έ­κα­νες πά­λι, ρε που­στα­ριό; Ε, σαν τι νά ’κα­να; Εί­χα κι άλ­λο να κά­νω; Να τη σκο­τώ­σω την πή­ρα τη χλαί­νη, μα βλέ­πεις… Ας εί­ναι, τη γλύ­τω­σα κεί­νη τη φο­ρά, τε­λο­σπά­ντων, αλ­λά η μά­πα μου, μην το συ­ζη­τάς… Όλο τέ­τοια, δε βα­ριέ­σαι…».
Τι­νά­ζει προ­σε­κτι­κά με το μι­κρό δά­χτυ­λο την καύ­τρα α­π’ το τσι­γά­ρο του ο Άγιος Βα­σί­λειος ο Δο­λα­ψής και φυ­λά­ει ευ­λα­βι­κά τη γό­πα στο τσε­πά­κι τού κο­ντο­μά­νι­κου.
–Ε, αύ­ριο πά­λι. Έρχε­ται, ό­που να ’ναι, και το συσ­σί­τιο, πα’ να φέ­ρω τη γκα­ρα­βά­να.
«Όλο τέ­τοια, δε βα­ριέ­σαι», α­σή­μα­ντες ι­στο­ρίες, ι­στο­ρίες που δεν εί­ναι για στε­νό­καρ­δους. Δεν ξέ­ρεις, να κλά­ψεις, να γε­λά­σεις, τι;… Μα­θαί­νεις… Με­γά­λο σχο­λειό, θα το θυ­μη­θείς με και­ρό…
Το βρά­δυ, με­τά το κλεί­δω­μα, θα το πω του Χρό­νη.

Από­ψε θα μεί­νω στου Χρό­νη. Έτσι κά­νου­με συ­χνά, αλ­λά­ζου­με κε­λί το βρά­δυ, αλ­λά­ζου­με πα­ρέα, να μη μα­ρα­ζώ­σου­με, να λέ­με ι­στο­ρίες α­πό τον έ­ξω κό­σμο, να μι­λά­με, να γε­λά­με. Οι φύ­λα­κες, ό­λοι σχε­δόν, κά­νουν τα στρα­βά μά­τια. Με τους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους έ­χου­νε το κε­φά­λι τους ή­συ­χο, ξέ­ρου­νε πως δεν θα τους βγει κα­μιά στρα­βή. Δε­νό­μα­στε έ­τσι με­τα­ξύ μας, μι­λά­με με τις ώ­ρες για έ­ρω­τες που δεν έ­χου­με γνω­ρί­σει οι μι­κροί, για α­γά­πες που γεύ­τη­καν οι με­γά­λοι, δια­φω­νού­με μι­κροί με­γά­λοι, στα σο­βα­ρά, αν η συ­ντρο­φι­κό­τη­τα εί­ναι πιο ση­μα­ντι­κή α­π’ τη φι­λία ή το α­ντί­θε­το, και, λί­γο λί­γο, α­πό σύ­ντρο­φοι γι­νό­μα­στε φί­λοι. Φί­λοι που ό­πο­τε θα συ­να­ντιού­νται «ό­λα τα χρό­νια με­τά», θα λέ­νε «σύ­ντρο­φε» και θα κολ­λά­ει το στό­μα τους.
– Χρο­νά­ρα, σή­με­ρα στο πλα­τά­νι, το και το ο Αϊ Βα­σί­λης ο Δο­λα­ψής.
Και του διη­γού­μαι.
Βά­ζει τα γέ­λια. Εκεί­νο το γέ­λιο τού Χρό­νη, α­νοι­χτό­καρ­δο, με τα μά­τια του να στε­νεύου­νε χα­ρού­με­να πί­σω α­π’ τους φα­κούς των γυα­λιών. Πώς λέ­με, γε­λά­νε και τα μου­στά­κια του; Ε, έ­τσι!
– Σας έ­χει διη­γη­θεί, ρε μπα­γά­ση­δες, το άλ­λο με τα χα­λιά;
Για­τί ο Χρό­νης δεν πο­λυέρ­χε­ται στο πά­νω μέ­ρος του προ­αυ­λίου και στον πλά­τα­νο. Προ­τι­μά στο κά­τω προ­αύ­λιο, το πε­ζού­λι κο­ντά στις βρύ­σες, α­πέ­να­ντι α­πό το αρ­χι­φυ­λα­κείο, να κά­θε­ται ε­κεί τα δρο­σε­ρά α­πο­γεύ­μα­τα και να παί­ζει σκά­κι με το Βα­σί­λη το Νε­φε­λού­δη. Πο­δό­σφαι­ρο δεν παί­ζει μα­ζί μας ο Χρό­νης, δεν τον βά­ζου­με στις ο­μά­δες, εί­ναι κομ­μά­τι ά­τσα­λος με τη μπά­λα, σαν να του ζε­μα­τά­ει τα πο­δά­ρια, τε­λο­σπά­ντω­ν… Παί­ζει ό­μως βό­λεϊ!
– Ποιο άλ­λο με τα χα­λιά; Όχι!  
– Το κόλ­πο με το χα­λί, ντε, και με τη γά­τα. Όχι; … Να του πεί­τε να σας την πει την ι­στο­ρία.
– Έλα ρε Χρό­νη, α­φού την ξέ­ρεις!
Πες πες, πιά­νει ο Χρό­νης να διη­γεί­ται, πώς μια φο­ρά ο μπάρ­μπα Απο­στό­λης, νέ­ος τό­τε, εί­δε νά ’χει μια νοι­κο­κυ­ρά α­πλω­μέ­νο στο μπαλ­κό­νι της έ­να κα­λό χα­λί να α­ε­ρι­στεί και πώς τό ’βα­λε στο μά­τι και πώς σκαρ­φι­στή­κα­νε με έ­να φί­λο του τρό­πο να το κα­τε­βά­σου­νε και πώς πα­ρα­μο­νέ­ψα­νε μια μέ­ρα που βρέ­θη­κε πά­λι το χα­λί στο μπαλ­κό­νι να α­ε­ρί­ζε­ται τι­ναγ­μέ­νο και πώς εί­χα­νε φέ­ρει μα­ζί τους μια γά­τα και πώς, την ώ­ρα που δεν έ­βλε­πε κα­νείς, πε­τά­ξα­νε τη γά­τα α­πά­νω στο χα­λί και πώς γα­ντζώ­θη­κε η γά­τα α­π’ το χα­λί να μην πέ­σει και το πή­ρε μα­ζί της πέ­φτο­ντας και πώς το βου­τή­ξα­νε, πώς το τυ­λί­ξα­νε μά­νι μά­νι, και πώς βγή­κε στο μπαλ­κό­νι η υ­πη­ρέ­τρια και «Κα­λέ κυ­ρία, κα­λέ κυ­ρία, τρε­χά­τε, αχ το χα­λί, πά­ει το χα­λί, βοή­θεια! Βοή­θεια κό­σμε, κα­λέ κυ­ρία Φώ­φη, κύ­ριε Νώ­ντα, βοή­θεια!». Πά­ει το χα­λί, νά ’ταν κι άλ­λο…
Σαν να το εί­χε ζή­σει ο ί­διος. Το έ­χει αυ­τό το τα­λέ­ντο ο Χρό­νης. Σαν να τα έ­χει ζή­σει ο ί­διος.
Τον κοι­τάω λο­ξά.
– Ρε συ Χρό­νη, τό­σο κα­λά που τη λες, μπας κι εί­ναι δι­κιά σου η ι­στο­ρία;
–Τι; Να την κα­τέ­βα­σα α­π’ το νου μου;
–Όχι, να την έ­ζη­σες…
Γε­λά­ει.
–Έλα στα σύ­γκα­λά σου, συ­ντρο­φά­κι!
Συ­ντρο­φά­κια μας λέει, πά­ντα με α­λη­θι­νή τρυ­φε­ρό­τη­τα, ο Χρό­νης. Πά­ντα. Τό­σο πά­ντα, που δε θυ­μού­μαι πό­τε, έ­τσι ξαφ­νι­κά –ί­σως α­πό την πρώ­τη κιό­λας στιγ­μή, που μας α­γκά­λια­σε με α­γά­πη μπαί­νο­ντας ε­μείς κα­τα­τσα­κι­σμέ­νοι α­π’ τη Μπου­μπου­λί­νας στου Αβέ­ρω­φ–, κα­τα­λά­βα­με ό­τι κι ε­μείς τον α­γα­πού­σα­με α­πό πά­ντα.
–Έλα στα σύ­γκα­λά σου, συ­ντρο­φά­κι! Και να ’θε­λα ε­γώ, πό­τε να προ­λά­βω να βγω στο κουρ­μπέ­τι;
Έλα ντε, πό­τε να προ­λά­βει, και να ’θε­λε;

Ο Χρό­νης ξε­κί­νη­σε να έρ­θει στη χώ­ρα του Κά­πο­τε και του Πα­ντο­τι­νά κλει­δο­κρά­το­ρας των Ιστο­ριών και φύ­λα­κας της Μνή­μης, α­π’ την Κα­βά­λα, το 1930, το τρί­το παι­δί μιας ερ­γα­τι­κής οι­κο­γέ­νειας. Κα­πνερ­γά­της ο πα­τέ­ρας του, Ανα­στά­σης, κα­πνερ­γά­τρια κι η μά­να του, Ανα­στα­σία – μό­νη της α­νά­στη­σε το Χρό­νη, ο ά­ντρας της πέ­θα­νε πριν γεν­νη­θεί το μι­κρό. Κα­πνερ­γά­της κι ο πα­τριός του, κα­πνερ­γά­της και στρα­τευ­μέ­νος κομ­μου­νι­στής, δρα­πέ­της α­π’ του «Παύ­λου Με­λά», α­ντάρ­της με τον Ε­ΛΑΣ στο Βέρ­μιο. Επί ξύ­λου κρε­μά­με­νη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη η οι­κο­γέ­νεια ε­πί Κα­το­χής.
–Να σου πω κα­μιά φο­ρά την ι­στο­ρία που που­λού­σα, στην προ­κυ­μαία στο Λευ­κό Πύρ­γο, τσι­γά­ρα στους γερ­μα­νούς φα­ντά­ρους ξε­ρω­γω­τί, και μου ρί­χνει έ­νας τους μια κλω­τσιά –μάς πε­ρι­φρο­νά­γα­νε σαν νά ’μα­σταν σκου­λή­κια– κι έ­πε­σα μα­ζί με το ντα­βλά στη θά­λασ­σα και πά­νε τα τσι­γά­ρα, πά­ει ο κό­πος μου, πάω κι ε­γώ κλα­μέ­νος μου­σκε­μέ­νος στην έρ­μη τη μά­να μου… Επί ξύ­λου κρε­μά­με­νοι, ά­μα σου λέω…
Πεί­να, θα­να­τι­κό, παίρ­νει ο Ερυ­θρός Σταυ­ρός το Χρό­νη, μα­ζί με άλ­λα παι­δά­κια, σε χω­ριά στα Γιαν­νι­τσά να μην τα φά­ει η πεί­να. Και βρί­σκε­ται ο Χρό­νης σε μια οι­κο­γέ­νεια, ό­που του α­να­θέ­του­νε, δε­κα­τριώ χρο­νώ παι­δί, να φυ­λά­ει πρό­βα­τα.
–Δώ­δε­κα, δε­κα­τριώ χρο­νώ παι­δί. Μο­νά­χο μες στις ε­ρη­μιές και μέ­σα στα σκο­τά­δια, και να κά­νει έ­να κρύο… Με μό­νη συ­ντρο­φιά και πα­ρη­γό­ρια έ­να σκυ­λί. Σαν τώ­ρα το φέρ­νω στο μυα­λό μου, κα­λό σκυ­λί. Τού ’χα­νε έ­να πέ­τσι­νο κο­λά­ρο στο λαι­μό, έ­τσι πλα­τύ, και με καρ­φιά, να κοι­τά­νε οι μύ­τες τους προς τα έ­ξω. Με­τά κα­τά­λα­βα πως ή­τα­νε για τους λύ­κους, στην αρ­χή δε μού ’πα­νε τί­πο­τε για λύ­κους. Για να μην το αρ­πά­ξει ο λύ­κος α­π’ το λαι­μό και το πνί­ξει. Πά­λευε με τους λύ­κους αυ­τό, γεν­ναίο σκυ­λί. Τους έ­νιω­θες τις νύ­χτες να ζυ­γώ­νου­νε στο μα­ντρί, ά­κου­γες την α­νά­σα τους, το σκυ­λί όρ­θιο στα τέσ­σε­ρα, με ση­κω­μέ­νη την τρί­χα στη ρά­χη. Από τό­τε θαρ­ρώ τ’ α­γά­πη­σα τό­σο τα σκυ­λιά. Θα ξα­νά­χω σκυ­λί μια μέ­ρα…
Αυ­τά πριν το 1944, για­τί, με­τά α­πό έ­να γερ­μα­νι­κό μπλό­κο, βρέ­θη­κε «στο βου­νό», σύν­δε­σμος του 16ου Συ­ντάγ­μα­τος του Ε­ΛΑΣ.
–Ύστε­ρα α­κο­λού­θη­σαν ό­λα τ’ άλ­λα, μια ζωή… Που δε φτά­νει μια ζωή να τη διη­γη­θείς.
Δε φτά­νει, φτά­νει;
–Όμως, πώς γνω­ρι­στή­κα­με με το Ρη­νά­κι σού ’χω πει; Δε σού ’χω; Άκου να δεις, το λοι­πόν!
Πό­σο την α­γα­πά­ει, σκέ­φτο­μαι α­κού­γο­ντας. Και πώς να ’ναι, τά­χα μου, αυ­τή η Ρη­νιώ; Να ’ναι στ’ α­λή­θεια έ­τσι ξαν­θή και γα­λα­νή «Σουλ­τά­να μ’ Σου­φλιου­τού­δα μ’», ό­πως την τρα­γου­δά­ει ο Χρό­νης, τό­σο πια γλυ­κιά και ό­μορ­φη ό­πως την παι­νεύει; Και θα τον α­γα­πά­ει, βέ­βαια, κι ε­κεί­νη το ί­διο, ε; Γί­νε­ται αλ­λιώς; Άρα­γε θα μ’ α­γα­πή­σει κι ε­μέ­να κά­πο­τε μια Ρη­νιώ;
–Ε, συ­ντρο­φά­κι, πού τρέ­χει ο νους σου; Σου μι­λώ τό­σην ώ­ρα κι ε­σύ δε μ’ α­κούς!
Σ’ α­κούω σύ­ντρο­φε. Πά­ντα θα σ’ α­κούω.
Πα­ντο­τι­νά.


Κω­στής Γιούρ­γος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων