Τώρα που κατακάθισε ο κουρνιαχτός, ας ξαναπιάσουμε το νήμα της αφήγησης από κει που το έπιανε πάντα κι ο ίδιος: από τα τρίσβαθα της ψυχής.
Στη χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά, πάνω από το αρχιφυλακείο, στρίβοντας δεξιά στο πλατύσκαλο όπου κοντοστέκεται η τσιμεντόσκαλα πριν συνεχίσει για το δεύτερο όροφο, στο πρώτο κελί αριστερά μετά τις σιδερένιες μπάρες του κιγκλιδώματος που χωρίζει τις δυο «αχτίνες», ζει ο κλειδοκράτορας των Αφηγήσεων –από τις καπνεργατογειτονιές της Καβάλας, είκοσι πέντε χρόνια φυλακές και εξορίες, φορτωμένος με όλα τα άδικα που έχουν σκαρώσει οι δυνατοί ενάντια στους αδύνατους, από το «περί συστάσεως επιτροπών επί της δημοσίας ασφαλείας» διάταγμα του 1924 και το βενιζελικό «ιδιώνυμο» του 1929 με την ποινικοποίηση «ιδεών σκοπών εχουσών την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος», μέχρι τον 509 του 1947 «περί αποσπάσεως μέρους εκ του όλου της Επικρατείας» και το Γ΄ Ψήφισμα του 1949 «περί μέτρων εθνικής αναμορφώσεως». Ο Χρόνης ο Μίσσιος, ο φύλακας του Αστέρευτου Νερού της Μνήμης, που όποιος το γευτεί μια, ποτέ δε λησμονεί τα νιάτα του.
Ρώτησε, να σ’ το βεβαιώσει, όποιον θέλεις απ’ την παρέα των Χαμένων Αγοριών στη Χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά. Ζουν στα παραδιπλανά κελιά αράδα, στον ίδιο όροφο, τον πρώτο όροφο του «Παραρτήματος» των φυλακών Αβέρωφ, πίσω απ’ τα Κεντρικά, το πετρόχτιστο κτίριο με τη φρουριακή πρόσοψη, όπως βλέπεις από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, λοξά κι απέναντι απ’ τον Παναθηναϊκό: ο Θανάσης Αθανασίου, ο Παύλος Κλαυδιανός, ο Νίκος Κιάος, ο Ανδρέας Σαββάκης, ο Νίκος Γιανναδάκης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Νικηφόρος Σταματάκης, ο Γιώργος Μποτζάκης, ο Αρίστος Θεοδωρίδης, ο Αντώνης Μαργαρίτης, ο Κωστής Γιούργος. Πέντε χρόνια άλλος, οκτώ χρόνια, δέκα χρόνια άλλος, δεκάξι, είκοσι χρόνια άλλος, πληρώνουν σε νιάτα και παίρνουν σε απόσταγμα αυτογνωσίας, εγκαρτέρησης και σοφίας.
Νέος είσαι, χωρίς να το καταλάβεις σου σκιάζει καμιά φορά το βλέμμα η λαχτάρα για τη ζωή που κυλάει έξω απ’ τους τοίχους της φυλακής, κι εσύ δεν είσαι εκεί ν’ ακούσεις να σου πει «γεια» ένα ξεχωριστό κορίτσι. Σε βλέπει έτσι σκεφτικό και στεναχωρεμένο ο Χρόνης και…
–Μη στεναχωριέσαι, ρε! Τώρα είμαστε στην κοιλιά του κύματος. Θά ’ρθει καιρός, θα γυρίσει το πράμα, θα βρεθούμε καβάλα στην κορφή. Θα ιδείς.
Το γυρνάς κι εσύ στην πλάκα τότε.
–Τι να ιδώ, ρε Χρόνη; Σε λίγο θα μας πεις πως θα προλάβουμε και σοσιαλισμό.
–Πάψε! Δεν ξέρεις τι σου είναι η ζωή…
Γυρίζει τώρα στο σοβαρό η κουβέντα. Έχουνε, στο μεταξύ, μπει και τα ρώσικα τανκς στην Πράγα… Αύγουστος 1968, ε;
–Και γιατί δε θα στραβώσει και σε μας το πράμα, ρε Χρόνη;
–Μην σκιάζεστε, δε θα πάει στραβά ο δικός μας σοσιαλισμός.
–Ο δικός μας; Γιατί όχι ο δικός μας, δηλαδή;
–Γιατί εμείς κι εκεί αντιπολίτευση θα είμαστε!
–Δηλαδή, άμα είσαι αντιπολίτευση δεν κάνεις λάθη;
–Κάνεις, κι εγκλήματα εξ αμελείας κάνεις, όλοι κάνουμε. Αλλά μην πιάσουμε τώρα την κουβέντα για τα λάθη, και τί ’ναι λάθος και τα ρέστα, και μας πάει στη φιλοσοφία…
–Ας μας πάει.
Και μας πάει. Και απλώνεται η κουβέντα στα ανθρώπινα και σε τυλίγει μια ζεστασιά, μια κατανόηση και μια καλοσύνη κι όλα σαν να βρίσκουν την απάντησή τους.
Ο Χρόνης είναι δάσκαλος να σε μαθαίνει να μιλάς με εικόνες απ’ τη ζωή.
«Εγώ ένα έχω καταλάβει. Τα λάθη του ο άνθρωπος δεν πρέπει να τα περιφρονά, τα λάθη του ο άνθρωπος πρέπει να τα νοιάζεται. Τα λάθη, σαν τα νόθα, έχουν ανάγκη την ίδια κατανόηση κι αγάπη με τα νόμιμα, μη σου πω και περισσότερη, κατάλαβες; Απ’ τα λάθη, ρε, μαθαίνουμε! Τι νόμισες;»
Τι να νομίσεις εσύ, και τι να καταλάβεις; Πόσο ξέρεις από ζωή, πόσα λάθη πρόφτασες να πάθεις και να μάθεις εσύ, είκοσι δυο χρονών παιδί, άλλο ένα αμάλλιαγο απ’ την παρέα των Χαμένων Αγοριών στη χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά; Αλλά, θα περάσουνε χρόνια και θα καταλάβεις…
Αυτά στο κρυφό σχολείο του πρώτου ορόφου, πάνω απ’ το αρχιφυλακείο. Γιατί υπάρχει και το άλλο, στο προαύλιο κάτω, στον πλάτανο –«Ακαδημία Πλάτανος» τη λένε χαριτολογώντας ο Θανάσης, ο Παύλος, οι Νικολήδες, ο Ανδρέας, ο Νικηφόρος, οι Κωσταντήδες, ο Γιώργης, ο Αρίστος, ο Αντώνης.
Εδώ, λοιπόν, Ακαδημία Πλάτανος, στη χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά, ξετυλίγει τις δικές του ιστορίες –όμως όχι στο κελί του αυτός, επάνω, στο δεύτερο όροφο, αλλά στον ίσκιο απ’ το πλατάνι, που το πεζούλι, χτισμένο ολοτρίγυρα στη ρίζα του, φτιάχνει τη ρηχή στερνίτσα με τα πέντε χρυσόψαρα– ο Αϊ Βασίλης ο Δολαψής. Από τη Μικρασία ναυαγός αυτός, σαλταδόρος της ζωής να κυνηγάει τη μπουκιά το ψωμί από παιδάκι, κάτι μικροκλεψιές από ’δώ, δυο δράμια –δράμια ήτανε παλιά– χασίσι από κει. Πώς μπλέκεις πριν το καταλάβεις, άμα είσαι απόκληρος και παλεύεις να ζήσεις λίγη ζωή κι εσύ. Ξέρει. «Ποιος είπε πως ο ντουνιάς είναι μονταρισμένος δίκαια, ρε;». Μπαινοβγαίνει στις φυλακές με κάμποσα άρθρα κι άλλες τόσες παραγράφους του Ποινικού Κώδικα στην καμπούρα του κάθε φορά αυτός. «Τι τα θες, στη λάθος μεριά γεννηθήκαμε», λέει και γελάνε τα μουστάκια του –και τα γένια του, κάτι γένια ψαρά και φουντωτά, ώς εδώ. Γι’ αυτό τον λέμε Αϊ Βασίλη. Αποστόλης είναι το όνομά του, αλλά το Βασίλης τού ‘μεινε από τα υπόγεια της Μπουμπουλίνας. Εκεί του το κόλλησε ο Αντρέας ο Λεντάκης, όταν μια μέρα πήρε κλεφτά το μάτι του το πρόσωπό του να ξεπροβάλει, όλο γένια και μουστάκια, μια στιγμή στο παραθυράκι του κελιού της απομόνωσης, που του το άνοιξε ο φύλακας της βάρδιας. Μπάτσος αυτός, καλό παιδί, ναι. Φορούσε στο αριστερό ένα δαχτυλίδι με μιαν επίχρυση δραχμή επάνω με το προφίλ του Κωνσταντίνου, που τον είχε διώξει η χούντα κάτι μήνες πριν πιαστούμε η πρώτη φουρνιά του «Ρήγα Φεραίου»… Kαλό παιδί αυτός, είπαμε, έτσι τον θυμάμαι, δε μας πουλούσε ζοριλίκια. Του άνοιξε, που λες, μια στιγμή το παραθυράκι ο φύλακας και τον είδε φευγαλέα ο Λεντάκης τον μπάρμπα Αποστόλη, έτσι με τα ψαρά τα φουντωτά τα γένια, κι έρχεται και μας λέει, «Ρε παιδιά, αυτοί οι αθεόφοβοι έχουνε πιάσει και τον Αϊ Βασίλη!» Γελάσαμε! Πού Αϊ Βασίλης; Πάσχα ήτανε, σκέψου, Πάσχα του ’68. Μαύρο Πάσχα στα υπόγεια της Ειδικής Ασφάλειας, όμως γελάσαμε. Παιδιά...
Εκεί, που λες, στη στερνίτσα του πλάτανου, στο πάνω προαύλιο –πέντε μέτρα απ’ τον ψηλό μαντρότοιχο ανάμεσα στο «Εφηβείον Αβέρωφ» και τις γυναικείες φυλακές δίπλα– εκεί μαζευόμαστε τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού οι νεολαίοι και βουτάμε, καθισμένοι ένα γύρο, τσαλαβουτάμε τα πόδια στο νερό, κι έρχονται τα χρυσόψαρα, ξεθαρρεμένα, και τσιμπολογάνε τις γυμνές πατούσες, και τ’ αυτιά μας κρέμονται ορθάνοιχτα απ’ το στόμα του μπαρμπα-Βασίλη να λέει την ιστορία, που μια φορά στο Μοναστηράκι βούτηξε μια χλαίνη από ένα παλιατζή κι «έσπασε κατακάτω, προς Θησείο μεριά» τρέχοντας την Ηφαίστου…
–Κι απάνω που σκεφτόμουνα, δοξα τω θεώ τη γλύτωσα, κι έχω στραφεί καταπίσω να δω τι συμβαίνει στο κατόπι μου, πέφτω απάνω σ’ έναν εμπορομανάβη –σαν τρίφυλλη ντουλάπα, ο κερατάς– και μου σβουράει μια στη μάπα, που είδα το Χριστό φαντάρο!.. Κι ετσιδά τσαλακωμένο με παραδίνει στον μπαλιατζή, που ’χει προφτάξει στο αναμεταξύ, και με στρώνουνε κι οι δυο –το Χριστό σου, τη Μπαναγία σου!– στις μάπες και στα κλωτσίδια, να μην ξέρω πού να φύγω και πού να μείνω. Πάει, λέω μέσα μου, τώρα θα με παραδώσουνε και σε κανένα μπολιτσιμάνο κι άντε μια απ’ τα ίδια! Και πώς κάνω, πώς γίνεται, τραβάω, έτσι μια, το χέρι μου, τους μένει το μανίκι, αλλά εγώ είμαι κιόλας στου Ψυρρή. Τρέχουνε αυτοί ξωπίσω, χώνομαι ’γω, χάνομαι μες στα στενάκια!
Είναι κειδά, στην οδό Λεπενιώτη θαρρώ, ένα υπόγειο, ένα χοντρομπακάλικο, ένας Ναξώτης που τονε ξέρω –κάτι πατάτες φέρνει αυτός εκεί, κάτι κρομμύδια, ξερά φασόλια, ντομάτες, κρασί, ξερωγωτί– πάω χώνομαι κειπεραμέσα. Τσουβάλια, παλιολινάτσες μες στον κουρνιαχτό, κρασοβάρελα, λουφάζω, βαστάω την ανάσα μου… Ένα τσιγάρο, ρε παιδιά! Αα, ωραία… Ε, πέρασε ώρα, ξερωγωτί, κατεβαίνει κάτω ο Ναξώτης, μακαρίτης τώρα αυτός, μιλάμε σαρανταεννιά, πενήντα, να πυροβολάς τη δεκάρα… Ανέβα απάνω, ρε, μου λέει, πάει, φύγανε αυτοί! Ανεβαίνω. Και τι έκανες πάλι, ρε πουσταριό; Ε, σαν τι νά ’κανα; Είχα κι άλλο να κάνω; Να τη σκοτώσω την πήρα τη χλαίνη, μα βλέπεις… Ας είναι, τη γλύτωσα κείνη τη φορά, τελοσπάντων, αλλά η μάπα μου, μην το συζητάς… Όλο τέτοια, δε βαριέσαι…».
Τινάζει προσεκτικά με το μικρό δάχτυλο την καύτρα απ’ το τσιγάρο του ο Άγιος Βασίλειος ο Δολαψής και φυλάει ευλαβικά τη γόπα στο τσεπάκι τού κοντομάνικου.
–Ε, αύριο πάλι. Έρχεται, όπου να ’ναι, και το συσσίτιο, πα’ να φέρω τη γκαραβάνα.
«Όλο τέτοια, δε βαριέσαι», ασήμαντες ιστορίες, ιστορίες που δεν είναι για στενόκαρδους. Δεν ξέρεις, να κλάψεις, να γελάσεις, τι;… Μαθαίνεις… Μεγάλο σχολειό, θα το θυμηθείς με καιρό…
Το βράδυ, μετά το κλείδωμα, θα το πω του Χρόνη.
Απόψε θα μείνω στου Χρόνη. Έτσι κάνουμε συχνά, αλλάζουμε κελί το βράδυ, αλλάζουμε παρέα, να μη μαραζώσουμε, να λέμε ιστορίες από τον έξω κόσμο, να μιλάμε, να γελάμε. Οι φύλακες, όλοι σχεδόν, κάνουν τα στραβά μάτια. Με τους πολιτικούς κρατούμενους έχουνε το κεφάλι τους ήσυχο, ξέρουνε πως δεν θα τους βγει καμιά στραβή. Δενόμαστε έτσι μεταξύ μας, μιλάμε με τις ώρες για έρωτες που δεν έχουμε γνωρίσει οι μικροί, για αγάπες που γεύτηκαν οι μεγάλοι, διαφωνούμε μικροί μεγάλοι, στα σοβαρά, αν η συντροφικότητα είναι πιο σημαντική απ’ τη φιλία ή το αντίθετο, και, λίγο λίγο, από σύντροφοι γινόμαστε φίλοι. Φίλοι που όποτε θα συναντιούνται «όλα τα χρόνια μετά», θα λένε «σύντροφε» και θα κολλάει το στόμα τους.
– Χρονάρα, σήμερα στο πλατάνι, το και το ο Αϊ Βασίλης ο Δολαψής.
Και του διηγούμαι.
Βάζει τα γέλια. Εκείνο το γέλιο τού Χρόνη, ανοιχτόκαρδο, με τα μάτια του να στενεύουνε χαρούμενα πίσω απ’ τους φακούς των γυαλιών. Πώς λέμε, γελάνε και τα μουστάκια του; Ε, έτσι!
– Σας έχει διηγηθεί, ρε μπαγάσηδες, το άλλο με τα χαλιά;
Γιατί ο Χρόνης δεν πολυέρχεται στο πάνω μέρος του προαυλίου και στον πλάτανο. Προτιμά στο κάτω προαύλιο, το πεζούλι κοντά στις βρύσες, απέναντι από το αρχιφυλακείο, να κάθεται εκεί τα δροσερά απογεύματα και να παίζει σκάκι με το Βασίλη το Νεφελούδη. Ποδόσφαιρο δεν παίζει μαζί μας ο Χρόνης, δεν τον βάζουμε στις ομάδες, είναι κομμάτι άτσαλος με τη μπάλα, σαν να του ζεματάει τα ποδάρια, τελοσπάντων… Παίζει όμως βόλεϊ!
– Ποιο άλλο με τα χαλιά; Όχι!
– Το κόλπο με το χαλί, ντε, και με τη γάτα. Όχι; … Να του πείτε να σας την πει την ιστορία.
– Έλα ρε Χρόνη, αφού την ξέρεις!
Πες πες, πιάνει ο Χρόνης να διηγείται, πώς μια φορά ο μπάρμπα Αποστόλης, νέος τότε, είδε νά ’χει μια νοικοκυρά απλωμένο στο μπαλκόνι της ένα καλό χαλί να αεριστεί και πώς τό ’βαλε στο μάτι και πώς σκαρφιστήκανε με ένα φίλο του τρόπο να το κατεβάσουνε και πώς παραμονέψανε μια μέρα που βρέθηκε πάλι το χαλί στο μπαλκόνι να αερίζεται τιναγμένο και πώς είχανε φέρει μαζί τους μια γάτα και πώς, την ώρα που δεν έβλεπε κανείς, πετάξανε τη γάτα απάνω στο χαλί και πώς γαντζώθηκε η γάτα απ’ το χαλί να μην πέσει και το πήρε μαζί της πέφτοντας και πώς το βουτήξανε, πώς το τυλίξανε μάνι μάνι, και πώς βγήκε στο μπαλκόνι η υπηρέτρια και «Καλέ κυρία, καλέ κυρία, τρεχάτε, αχ το χαλί, πάει το χαλί, βοήθεια! Βοήθεια κόσμε, καλέ κυρία Φώφη, κύριε Νώντα, βοήθεια!». Πάει το χαλί, νά ’ταν κι άλλο…
Σαν να το είχε ζήσει ο ίδιος. Το έχει αυτό το ταλέντο ο Χρόνης. Σαν να τα έχει ζήσει ο ίδιος.
Τον κοιτάω λοξά.
– Ρε συ Χρόνη, τόσο καλά που τη λες, μπας κι είναι δικιά σου η ιστορία;
–Τι; Να την κατέβασα απ’ το νου μου;
–Όχι, να την έζησες…
Γελάει.
–Έλα στα σύγκαλά σου, συντροφάκι!
Συντροφάκια μας λέει, πάντα με αληθινή τρυφερότητα, ο Χρόνης. Πάντα. Τόσο πάντα, που δε θυμούμαι πότε, έτσι ξαφνικά –ίσως από την πρώτη κιόλας στιγμή, που μας αγκάλιασε με αγάπη μπαίνοντας εμείς κατατσακισμένοι απ’ τη Μπουμπουλίνας στου Αβέρωφ–, καταλάβαμε ότι κι εμείς τον αγαπούσαμε από πάντα.
–Έλα στα σύγκαλά σου, συντροφάκι! Και να ’θελα εγώ, πότε να προλάβω να βγω στο κουρμπέτι;
Έλα ντε, πότε να προλάβει, και να ’θελε;
Ο Χρόνης ξεκίνησε να έρθει στη χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά κλειδοκράτορας των Ιστοριών και φύλακας της Μνήμης, απ’ την Καβάλα, το 1930, το τρίτο παιδί μιας εργατικής οικογένειας. Καπνεργάτης ο πατέρας του, Αναστάσης, καπνεργάτρια κι η μάνα του, Αναστασία – μόνη της ανάστησε το Χρόνη, ο άντρας της πέθανε πριν γεννηθεί το μικρό. Καπνεργάτης κι ο πατριός του, καπνεργάτης και στρατευμένος κομμουνιστής, δραπέτης απ’ του «Παύλου Μελά», αντάρτης με τον ΕΛΑΣ στο Βέρμιο. Επί ξύλου κρεμάμενη στη Θεσσαλονίκη η οικογένεια επί Κατοχής.
–Να σου πω καμιά φορά την ιστορία που πουλούσα, στην προκυμαία στο Λευκό Πύργο, τσιγάρα στους γερμανούς φαντάρους ξερωγωτί, και μου ρίχνει ένας τους μια κλωτσιά –μάς περιφρονάγανε σαν νά ’μασταν σκουλήκια– κι έπεσα μαζί με το νταβλά στη θάλασσα και πάνε τα τσιγάρα, πάει ο κόπος μου, πάω κι εγώ κλαμένος μουσκεμένος στην έρμη τη μάνα μου… Επί ξύλου κρεμάμενοι, άμα σου λέω…
Πείνα, θανατικό, παίρνει ο Ερυθρός Σταυρός το Χρόνη, μαζί με άλλα παιδάκια, σε χωριά στα Γιαννιτσά να μην τα φάει η πείνα. Και βρίσκεται ο Χρόνης σε μια οικογένεια, όπου του αναθέτουνε, δεκατριώ χρονώ παιδί, να φυλάει πρόβατα.
–Δώδεκα, δεκατριώ χρονώ παιδί. Μονάχο μες στις ερημιές και μέσα στα σκοτάδια, και να κάνει ένα κρύο… Με μόνη συντροφιά και παρηγόρια ένα σκυλί. Σαν τώρα το φέρνω στο μυαλό μου, καλό σκυλί. Τού ’χανε ένα πέτσινο κολάρο στο λαιμό, έτσι πλατύ, και με καρφιά, να κοιτάνε οι μύτες τους προς τα έξω. Μετά κατάλαβα πως ήτανε για τους λύκους, στην αρχή δε μού ’πανε τίποτε για λύκους. Για να μην το αρπάξει ο λύκος απ’ το λαιμό και το πνίξει. Πάλευε με τους λύκους αυτό, γενναίο σκυλί. Τους ένιωθες τις νύχτες να ζυγώνουνε στο μαντρί, άκουγες την ανάσα τους, το σκυλί όρθιο στα τέσσερα, με σηκωμένη την τρίχα στη ράχη. Από τότε θαρρώ τ’ αγάπησα τόσο τα σκυλιά. Θα ξανάχω σκυλί μια μέρα…
Αυτά πριν το 1944, γιατί, μετά από ένα γερμανικό μπλόκο, βρέθηκε «στο βουνό», σύνδεσμος του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ.
–Ύστερα ακολούθησαν όλα τ’ άλλα, μια ζωή… Που δε φτάνει μια ζωή να τη διηγηθείς.
Δε φτάνει, φτάνει;
–Όμως, πώς γνωριστήκαμε με το Ρηνάκι σού ’χω πει; Δε σού ’χω; Άκου να δεις, το λοιπόν!
Πόσο την αγαπάει, σκέφτομαι ακούγοντας. Και πώς να ’ναι, τάχα μου, αυτή η Ρηνιώ; Να ’ναι στ’ αλήθεια έτσι ξανθή και γαλανή «Σουλτάνα μ’ Σουφλιουτούδα μ’», όπως την τραγουδάει ο Χρόνης, τόσο πια γλυκιά και όμορφη όπως την παινεύει; Και θα τον αγαπάει, βέβαια, κι εκείνη το ίδιο, ε; Γίνεται αλλιώς; Άραγε θα μ’ αγαπήσει κι εμένα κάποτε μια Ρηνιώ;
–Ε, συντροφάκι, πού τρέχει ο νους σου; Σου μιλώ τόσην ώρα κι εσύ δε μ’ ακούς!
Σ’ ακούω σύντροφε. Πάντα θα σ’ ακούω.
Παντοτινά.
Κωστής Γιούργος
Ρώτησε, να σ’ το βεβαιώσει, όποιον θέλεις απ’ την παρέα των Χαμένων Αγοριών στη Χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά. Ζουν στα παραδιπλανά κελιά αράδα, στον ίδιο όροφο, τον πρώτο όροφο του «Παραρτήματος» των φυλακών Αβέρωφ, πίσω απ’ τα Κεντρικά, το πετρόχτιστο κτίριο με τη φρουριακή πρόσοψη, όπως βλέπεις από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, λοξά κι απέναντι απ’ τον Παναθηναϊκό: ο Θανάσης Αθανασίου, ο Παύλος Κλαυδιανός, ο Νίκος Κιάος, ο Ανδρέας Σαββάκης, ο Νίκος Γιανναδάκης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Νικηφόρος Σταματάκης, ο Γιώργος Μποτζάκης, ο Αρίστος Θεοδωρίδης, ο Αντώνης Μαργαρίτης, ο Κωστής Γιούργος. Πέντε χρόνια άλλος, οκτώ χρόνια, δέκα χρόνια άλλος, δεκάξι, είκοσι χρόνια άλλος, πληρώνουν σε νιάτα και παίρνουν σε απόσταγμα αυτογνωσίας, εγκαρτέρησης και σοφίας.
Νέος είσαι, χωρίς να το καταλάβεις σου σκιάζει καμιά φορά το βλέμμα η λαχτάρα για τη ζωή που κυλάει έξω απ’ τους τοίχους της φυλακής, κι εσύ δεν είσαι εκεί ν’ ακούσεις να σου πει «γεια» ένα ξεχωριστό κορίτσι. Σε βλέπει έτσι σκεφτικό και στεναχωρεμένο ο Χρόνης και…
–Μη στεναχωριέσαι, ρε! Τώρα είμαστε στην κοιλιά του κύματος. Θά ’ρθει καιρός, θα γυρίσει το πράμα, θα βρεθούμε καβάλα στην κορφή. Θα ιδείς.
Το γυρνάς κι εσύ στην πλάκα τότε.
–Τι να ιδώ, ρε Χρόνη; Σε λίγο θα μας πεις πως θα προλάβουμε και σοσιαλισμό.
–Πάψε! Δεν ξέρεις τι σου είναι η ζωή…
Γυρίζει τώρα στο σοβαρό η κουβέντα. Έχουνε, στο μεταξύ, μπει και τα ρώσικα τανκς στην Πράγα… Αύγουστος 1968, ε;
–Και γιατί δε θα στραβώσει και σε μας το πράμα, ρε Χρόνη;
–Μην σκιάζεστε, δε θα πάει στραβά ο δικός μας σοσιαλισμός.
–Ο δικός μας; Γιατί όχι ο δικός μας, δηλαδή;
–Γιατί εμείς κι εκεί αντιπολίτευση θα είμαστε!
–Δηλαδή, άμα είσαι αντιπολίτευση δεν κάνεις λάθη;
–Κάνεις, κι εγκλήματα εξ αμελείας κάνεις, όλοι κάνουμε. Αλλά μην πιάσουμε τώρα την κουβέντα για τα λάθη, και τί ’ναι λάθος και τα ρέστα, και μας πάει στη φιλοσοφία…
–Ας μας πάει.
Και μας πάει. Και απλώνεται η κουβέντα στα ανθρώπινα και σε τυλίγει μια ζεστασιά, μια κατανόηση και μια καλοσύνη κι όλα σαν να βρίσκουν την απάντησή τους.
Ο Χρόνης είναι δάσκαλος να σε μαθαίνει να μιλάς με εικόνες απ’ τη ζωή.
«Εγώ ένα έχω καταλάβει. Τα λάθη του ο άνθρωπος δεν πρέπει να τα περιφρονά, τα λάθη του ο άνθρωπος πρέπει να τα νοιάζεται. Τα λάθη, σαν τα νόθα, έχουν ανάγκη την ίδια κατανόηση κι αγάπη με τα νόμιμα, μη σου πω και περισσότερη, κατάλαβες; Απ’ τα λάθη, ρε, μαθαίνουμε! Τι νόμισες;»
Τι να νομίσεις εσύ, και τι να καταλάβεις; Πόσο ξέρεις από ζωή, πόσα λάθη πρόφτασες να πάθεις και να μάθεις εσύ, είκοσι δυο χρονών παιδί, άλλο ένα αμάλλιαγο απ’ την παρέα των Χαμένων Αγοριών στη χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά; Αλλά, θα περάσουνε χρόνια και θα καταλάβεις…
Αυτά στο κρυφό σχολείο του πρώτου ορόφου, πάνω απ’ το αρχιφυλακείο. Γιατί υπάρχει και το άλλο, στο προαύλιο κάτω, στον πλάτανο –«Ακαδημία Πλάτανος» τη λένε χαριτολογώντας ο Θανάσης, ο Παύλος, οι Νικολήδες, ο Ανδρέας, ο Νικηφόρος, οι Κωσταντήδες, ο Γιώργης, ο Αρίστος, ο Αντώνης.
Εδώ, λοιπόν, Ακαδημία Πλάτανος, στη χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά, ξετυλίγει τις δικές του ιστορίες –όμως όχι στο κελί του αυτός, επάνω, στο δεύτερο όροφο, αλλά στον ίσκιο απ’ το πλατάνι, που το πεζούλι, χτισμένο ολοτρίγυρα στη ρίζα του, φτιάχνει τη ρηχή στερνίτσα με τα πέντε χρυσόψαρα– ο Αϊ Βασίλης ο Δολαψής. Από τη Μικρασία ναυαγός αυτός, σαλταδόρος της ζωής να κυνηγάει τη μπουκιά το ψωμί από παιδάκι, κάτι μικροκλεψιές από ’δώ, δυο δράμια –δράμια ήτανε παλιά– χασίσι από κει. Πώς μπλέκεις πριν το καταλάβεις, άμα είσαι απόκληρος και παλεύεις να ζήσεις λίγη ζωή κι εσύ. Ξέρει. «Ποιος είπε πως ο ντουνιάς είναι μονταρισμένος δίκαια, ρε;». Μπαινοβγαίνει στις φυλακές με κάμποσα άρθρα κι άλλες τόσες παραγράφους του Ποινικού Κώδικα στην καμπούρα του κάθε φορά αυτός. «Τι τα θες, στη λάθος μεριά γεννηθήκαμε», λέει και γελάνε τα μουστάκια του –και τα γένια του, κάτι γένια ψαρά και φουντωτά, ώς εδώ. Γι’ αυτό τον λέμε Αϊ Βασίλη. Αποστόλης είναι το όνομά του, αλλά το Βασίλης τού ‘μεινε από τα υπόγεια της Μπουμπουλίνας. Εκεί του το κόλλησε ο Αντρέας ο Λεντάκης, όταν μια μέρα πήρε κλεφτά το μάτι του το πρόσωπό του να ξεπροβάλει, όλο γένια και μουστάκια, μια στιγμή στο παραθυράκι του κελιού της απομόνωσης, που του το άνοιξε ο φύλακας της βάρδιας. Μπάτσος αυτός, καλό παιδί, ναι. Φορούσε στο αριστερό ένα δαχτυλίδι με μιαν επίχρυση δραχμή επάνω με το προφίλ του Κωνσταντίνου, που τον είχε διώξει η χούντα κάτι μήνες πριν πιαστούμε η πρώτη φουρνιά του «Ρήγα Φεραίου»… Kαλό παιδί αυτός, είπαμε, έτσι τον θυμάμαι, δε μας πουλούσε ζοριλίκια. Του άνοιξε, που λες, μια στιγμή το παραθυράκι ο φύλακας και τον είδε φευγαλέα ο Λεντάκης τον μπάρμπα Αποστόλη, έτσι με τα ψαρά τα φουντωτά τα γένια, κι έρχεται και μας λέει, «Ρε παιδιά, αυτοί οι αθεόφοβοι έχουνε πιάσει και τον Αϊ Βασίλη!» Γελάσαμε! Πού Αϊ Βασίλης; Πάσχα ήτανε, σκέψου, Πάσχα του ’68. Μαύρο Πάσχα στα υπόγεια της Ειδικής Ασφάλειας, όμως γελάσαμε. Παιδιά...
Εκεί, που λες, στη στερνίτσα του πλάτανου, στο πάνω προαύλιο –πέντε μέτρα απ’ τον ψηλό μαντρότοιχο ανάμεσα στο «Εφηβείον Αβέρωφ» και τις γυναικείες φυλακές δίπλα– εκεί μαζευόμαστε τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού οι νεολαίοι και βουτάμε, καθισμένοι ένα γύρο, τσαλαβουτάμε τα πόδια στο νερό, κι έρχονται τα χρυσόψαρα, ξεθαρρεμένα, και τσιμπολογάνε τις γυμνές πατούσες, και τ’ αυτιά μας κρέμονται ορθάνοιχτα απ’ το στόμα του μπαρμπα-Βασίλη να λέει την ιστορία, που μια φορά στο Μοναστηράκι βούτηξε μια χλαίνη από ένα παλιατζή κι «έσπασε κατακάτω, προς Θησείο μεριά» τρέχοντας την Ηφαίστου…
–Κι απάνω που σκεφτόμουνα, δοξα τω θεώ τη γλύτωσα, κι έχω στραφεί καταπίσω να δω τι συμβαίνει στο κατόπι μου, πέφτω απάνω σ’ έναν εμπορομανάβη –σαν τρίφυλλη ντουλάπα, ο κερατάς– και μου σβουράει μια στη μάπα, που είδα το Χριστό φαντάρο!.. Κι ετσιδά τσαλακωμένο με παραδίνει στον μπαλιατζή, που ’χει προφτάξει στο αναμεταξύ, και με στρώνουνε κι οι δυο –το Χριστό σου, τη Μπαναγία σου!– στις μάπες και στα κλωτσίδια, να μην ξέρω πού να φύγω και πού να μείνω. Πάει, λέω μέσα μου, τώρα θα με παραδώσουνε και σε κανένα μπολιτσιμάνο κι άντε μια απ’ τα ίδια! Και πώς κάνω, πώς γίνεται, τραβάω, έτσι μια, το χέρι μου, τους μένει το μανίκι, αλλά εγώ είμαι κιόλας στου Ψυρρή. Τρέχουνε αυτοί ξωπίσω, χώνομαι ’γω, χάνομαι μες στα στενάκια!
Είναι κειδά, στην οδό Λεπενιώτη θαρρώ, ένα υπόγειο, ένα χοντρομπακάλικο, ένας Ναξώτης που τονε ξέρω –κάτι πατάτες φέρνει αυτός εκεί, κάτι κρομμύδια, ξερά φασόλια, ντομάτες, κρασί, ξερωγωτί– πάω χώνομαι κειπεραμέσα. Τσουβάλια, παλιολινάτσες μες στον κουρνιαχτό, κρασοβάρελα, λουφάζω, βαστάω την ανάσα μου… Ένα τσιγάρο, ρε παιδιά! Αα, ωραία… Ε, πέρασε ώρα, ξερωγωτί, κατεβαίνει κάτω ο Ναξώτης, μακαρίτης τώρα αυτός, μιλάμε σαρανταεννιά, πενήντα, να πυροβολάς τη δεκάρα… Ανέβα απάνω, ρε, μου λέει, πάει, φύγανε αυτοί! Ανεβαίνω. Και τι έκανες πάλι, ρε πουσταριό; Ε, σαν τι νά ’κανα; Είχα κι άλλο να κάνω; Να τη σκοτώσω την πήρα τη χλαίνη, μα βλέπεις… Ας είναι, τη γλύτωσα κείνη τη φορά, τελοσπάντων, αλλά η μάπα μου, μην το συζητάς… Όλο τέτοια, δε βαριέσαι…».
Τινάζει προσεκτικά με το μικρό δάχτυλο την καύτρα απ’ το τσιγάρο του ο Άγιος Βασίλειος ο Δολαψής και φυλάει ευλαβικά τη γόπα στο τσεπάκι τού κοντομάνικου.
–Ε, αύριο πάλι. Έρχεται, όπου να ’ναι, και το συσσίτιο, πα’ να φέρω τη γκαραβάνα.
«Όλο τέτοια, δε βαριέσαι», ασήμαντες ιστορίες, ιστορίες που δεν είναι για στενόκαρδους. Δεν ξέρεις, να κλάψεις, να γελάσεις, τι;… Μαθαίνεις… Μεγάλο σχολειό, θα το θυμηθείς με καιρό…
Το βράδυ, μετά το κλείδωμα, θα το πω του Χρόνη.
Απόψε θα μείνω στου Χρόνη. Έτσι κάνουμε συχνά, αλλάζουμε κελί το βράδυ, αλλάζουμε παρέα, να μη μαραζώσουμε, να λέμε ιστορίες από τον έξω κόσμο, να μιλάμε, να γελάμε. Οι φύλακες, όλοι σχεδόν, κάνουν τα στραβά μάτια. Με τους πολιτικούς κρατούμενους έχουνε το κεφάλι τους ήσυχο, ξέρουνε πως δεν θα τους βγει καμιά στραβή. Δενόμαστε έτσι μεταξύ μας, μιλάμε με τις ώρες για έρωτες που δεν έχουμε γνωρίσει οι μικροί, για αγάπες που γεύτηκαν οι μεγάλοι, διαφωνούμε μικροί μεγάλοι, στα σοβαρά, αν η συντροφικότητα είναι πιο σημαντική απ’ τη φιλία ή το αντίθετο, και, λίγο λίγο, από σύντροφοι γινόμαστε φίλοι. Φίλοι που όποτε θα συναντιούνται «όλα τα χρόνια μετά», θα λένε «σύντροφε» και θα κολλάει το στόμα τους.
– Χρονάρα, σήμερα στο πλατάνι, το και το ο Αϊ Βασίλης ο Δολαψής.
Και του διηγούμαι.
Βάζει τα γέλια. Εκείνο το γέλιο τού Χρόνη, ανοιχτόκαρδο, με τα μάτια του να στενεύουνε χαρούμενα πίσω απ’ τους φακούς των γυαλιών. Πώς λέμε, γελάνε και τα μουστάκια του; Ε, έτσι!
– Σας έχει διηγηθεί, ρε μπαγάσηδες, το άλλο με τα χαλιά;
Γιατί ο Χρόνης δεν πολυέρχεται στο πάνω μέρος του προαυλίου και στον πλάτανο. Προτιμά στο κάτω προαύλιο, το πεζούλι κοντά στις βρύσες, απέναντι από το αρχιφυλακείο, να κάθεται εκεί τα δροσερά απογεύματα και να παίζει σκάκι με το Βασίλη το Νεφελούδη. Ποδόσφαιρο δεν παίζει μαζί μας ο Χρόνης, δεν τον βάζουμε στις ομάδες, είναι κομμάτι άτσαλος με τη μπάλα, σαν να του ζεματάει τα ποδάρια, τελοσπάντων… Παίζει όμως βόλεϊ!
– Ποιο άλλο με τα χαλιά; Όχι!
– Το κόλπο με το χαλί, ντε, και με τη γάτα. Όχι; … Να του πείτε να σας την πει την ιστορία.
– Έλα ρε Χρόνη, αφού την ξέρεις!
Πες πες, πιάνει ο Χρόνης να διηγείται, πώς μια φορά ο μπάρμπα Αποστόλης, νέος τότε, είδε νά ’χει μια νοικοκυρά απλωμένο στο μπαλκόνι της ένα καλό χαλί να αεριστεί και πώς τό ’βαλε στο μάτι και πώς σκαρφιστήκανε με ένα φίλο του τρόπο να το κατεβάσουνε και πώς παραμονέψανε μια μέρα που βρέθηκε πάλι το χαλί στο μπαλκόνι να αερίζεται τιναγμένο και πώς είχανε φέρει μαζί τους μια γάτα και πώς, την ώρα που δεν έβλεπε κανείς, πετάξανε τη γάτα απάνω στο χαλί και πώς γαντζώθηκε η γάτα απ’ το χαλί να μην πέσει και το πήρε μαζί της πέφτοντας και πώς το βουτήξανε, πώς το τυλίξανε μάνι μάνι, και πώς βγήκε στο μπαλκόνι η υπηρέτρια και «Καλέ κυρία, καλέ κυρία, τρεχάτε, αχ το χαλί, πάει το χαλί, βοήθεια! Βοήθεια κόσμε, καλέ κυρία Φώφη, κύριε Νώντα, βοήθεια!». Πάει το χαλί, νά ’ταν κι άλλο…
Σαν να το είχε ζήσει ο ίδιος. Το έχει αυτό το ταλέντο ο Χρόνης. Σαν να τα έχει ζήσει ο ίδιος.
Τον κοιτάω λοξά.
– Ρε συ Χρόνη, τόσο καλά που τη λες, μπας κι είναι δικιά σου η ιστορία;
–Τι; Να την κατέβασα απ’ το νου μου;
–Όχι, να την έζησες…
Γελάει.
–Έλα στα σύγκαλά σου, συντροφάκι!
Συντροφάκια μας λέει, πάντα με αληθινή τρυφερότητα, ο Χρόνης. Πάντα. Τόσο πάντα, που δε θυμούμαι πότε, έτσι ξαφνικά –ίσως από την πρώτη κιόλας στιγμή, που μας αγκάλιασε με αγάπη μπαίνοντας εμείς κατατσακισμένοι απ’ τη Μπουμπουλίνας στου Αβέρωφ–, καταλάβαμε ότι κι εμείς τον αγαπούσαμε από πάντα.
–Έλα στα σύγκαλά σου, συντροφάκι! Και να ’θελα εγώ, πότε να προλάβω να βγω στο κουρμπέτι;
Έλα ντε, πότε να προλάβει, και να ’θελε;
Ο Χρόνης ξεκίνησε να έρθει στη χώρα του Κάποτε και του Παντοτινά κλειδοκράτορας των Ιστοριών και φύλακας της Μνήμης, απ’ την Καβάλα, το 1930, το τρίτο παιδί μιας εργατικής οικογένειας. Καπνεργάτης ο πατέρας του, Αναστάσης, καπνεργάτρια κι η μάνα του, Αναστασία – μόνη της ανάστησε το Χρόνη, ο άντρας της πέθανε πριν γεννηθεί το μικρό. Καπνεργάτης κι ο πατριός του, καπνεργάτης και στρατευμένος κομμουνιστής, δραπέτης απ’ του «Παύλου Μελά», αντάρτης με τον ΕΛΑΣ στο Βέρμιο. Επί ξύλου κρεμάμενη στη Θεσσαλονίκη η οικογένεια επί Κατοχής.
–Να σου πω καμιά φορά την ιστορία που πουλούσα, στην προκυμαία στο Λευκό Πύργο, τσιγάρα στους γερμανούς φαντάρους ξερωγωτί, και μου ρίχνει ένας τους μια κλωτσιά –μάς περιφρονάγανε σαν νά ’μασταν σκουλήκια– κι έπεσα μαζί με το νταβλά στη θάλασσα και πάνε τα τσιγάρα, πάει ο κόπος μου, πάω κι εγώ κλαμένος μουσκεμένος στην έρμη τη μάνα μου… Επί ξύλου κρεμάμενοι, άμα σου λέω…
Πείνα, θανατικό, παίρνει ο Ερυθρός Σταυρός το Χρόνη, μαζί με άλλα παιδάκια, σε χωριά στα Γιαννιτσά να μην τα φάει η πείνα. Και βρίσκεται ο Χρόνης σε μια οικογένεια, όπου του αναθέτουνε, δεκατριώ χρονώ παιδί, να φυλάει πρόβατα.
–Δώδεκα, δεκατριώ χρονώ παιδί. Μονάχο μες στις ερημιές και μέσα στα σκοτάδια, και να κάνει ένα κρύο… Με μόνη συντροφιά και παρηγόρια ένα σκυλί. Σαν τώρα το φέρνω στο μυαλό μου, καλό σκυλί. Τού ’χανε ένα πέτσινο κολάρο στο λαιμό, έτσι πλατύ, και με καρφιά, να κοιτάνε οι μύτες τους προς τα έξω. Μετά κατάλαβα πως ήτανε για τους λύκους, στην αρχή δε μού ’πανε τίποτε για λύκους. Για να μην το αρπάξει ο λύκος απ’ το λαιμό και το πνίξει. Πάλευε με τους λύκους αυτό, γενναίο σκυλί. Τους ένιωθες τις νύχτες να ζυγώνουνε στο μαντρί, άκουγες την ανάσα τους, το σκυλί όρθιο στα τέσσερα, με σηκωμένη την τρίχα στη ράχη. Από τότε θαρρώ τ’ αγάπησα τόσο τα σκυλιά. Θα ξανάχω σκυλί μια μέρα…
Αυτά πριν το 1944, γιατί, μετά από ένα γερμανικό μπλόκο, βρέθηκε «στο βουνό», σύνδεσμος του 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ.
–Ύστερα ακολούθησαν όλα τ’ άλλα, μια ζωή… Που δε φτάνει μια ζωή να τη διηγηθείς.
Δε φτάνει, φτάνει;
–Όμως, πώς γνωριστήκαμε με το Ρηνάκι σού ’χω πει; Δε σού ’χω; Άκου να δεις, το λοιπόν!
Πόσο την αγαπάει, σκέφτομαι ακούγοντας. Και πώς να ’ναι, τάχα μου, αυτή η Ρηνιώ; Να ’ναι στ’ αλήθεια έτσι ξανθή και γαλανή «Σουλτάνα μ’ Σουφλιουτούδα μ’», όπως την τραγουδάει ο Χρόνης, τόσο πια γλυκιά και όμορφη όπως την παινεύει; Και θα τον αγαπάει, βέβαια, κι εκείνη το ίδιο, ε; Γίνεται αλλιώς; Άραγε θα μ’ αγαπήσει κι εμένα κάποτε μια Ρηνιώ;
–Ε, συντροφάκι, πού τρέχει ο νους σου; Σου μιλώ τόσην ώρα κι εσύ δε μ’ ακούς!
Σ’ ακούω σύντροφε. Πάντα θα σ’ ακούω.
Παντοτινά.
Κωστής Γιούργος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου