Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Ξούθου και Μενάνδρου γωνία

Εποχη ...
…και μέσα σ’ αυτόν τον χυλό περνάμε πολύ «ωραία», πολύ «ευχάριστα», με τις ανέσεις και τη σιωπή μας. Πνευματική ζωή δεν υπάρχει. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε που να βοηθά τη σκέψη, την κίνηση των ιδεών, την πρόοδο των αξιών. Διαρκώς βλέπεις να προωθούνται στο προσκήνιο οι μετριότητες, οι ηλίθιοι, οι γελοίοι. Κι άνθρωποι με κάποια αξία μόλις και μετά βίας να καταφέρνουν να επιζούν. Γιατί ζούμε στην εποχή των βεντετών. Είχαμε και την παλιά εποχή βεντέτες αλλά μέσα σ’ ένα όριο θάλεγα θεμιτό. Σήμερα τα πράγματα έχουν παραγίνει. Έχουν θαφτεί όλοι για χάρη ενός-δύο ανθρώπων. Και σ’ αυτό έχει συμβάλει κι ο Tύπος. Πικρές επισημάνσεις του ποιητή Τάκη Σινόπουλου 32 χρόνια πριν στη Σούλα Αλεξανδροπουλου και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Με τις «βεντέτες», όπως τις προσδιόριζε (ν’ απλώνουν τα πλοκάμια τους πέραν της τέχνης), νά ’χουν σήμερα υποκατασταθεί από τα χειρότερα σκουπίδια της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής. Δείτε τους σύγχρονους αστέρες από Κωστόπουλο έως Αναστασιάδη. (Ακόμη και τα σκυλάδικα της Εργατικής Εστίας, επί ημερών Γιαννόπουλου, φαντάζουν κοιτίδες πνεύματος). Οι Ραγκούσης, Χρυσοχοΐδης, Πετσάλνικος, Διαμαντοπούλου και τ’ άλλα λουλούδια ήρθαν ως φυσικό επακόλουθο.
Με τους μαθητές, όπως φρόντισε προχτές να μας θυμίσει ο Μάκης, γιατί ’ναι δάσκαλος και το πονάει, να μην έχουν ακόμα βιβλία! 90 μέρες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Ούτε πετρέλαιο θέρμανσης αφού δεν έγινε ο σχετικός διαγωνισμός όπως μας πληροφόρησε η κ. Χριστοφιλοπούλου που είναι απασχολημένη με τα της ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ. Όπως κι όλοι οι δημοσιογράφοι, με το φλέγον πολιτικό ζήτημα. Η κατά Ινγκράο πολιτική δράση που μετατρέπει την εκπροσώπηση (και τη δημοκρατία) σε ζήτημα αριθμητικής/τακτικής (και προσωπικών βλέψεων), παραμερίζοντας την ανάγκη του πολιτικού/ιδεολογικού διαλόγου. Επακόλουθο ο εκφυλισμός και η διαφθορά των κομμάτων –συμπεριλαμβανομένων των αριστερών– που γεννά μια ανακυκλούμενη αγανάκτηση/απόγνωση. Με αποτέλεσμα την πλήρη διάσταση κοινωνικών αιτημάτων και πολιτικοσυνδιακλιστικών συμφερόντων.
Άλλωστε, μια χώρα σε κρίση ηγέτες χρειάζεται. Τι να τα κάνει τα γράμματα, τους δασκάλους, τα βιβλία την τέχνη; Αυτά αφορούν τους πολίτες, όχι τους δουλοπάροικους. Γερά δόντια νά ’χουν τα παιδιά για να ανεβαίνει η τιμή τους στο χρηματιστήριο. Οι νέοι θα πουληθούν κι οι γέροι θα σταλούν σε κρεματόρια για καύσιμη ύλη. Να κάνουμε οικονομία και στο πετρέλαιο, που ευθύνεται και για την κλιματική αλλαγή. (Θα τα μελετήσει ο Γιωργάκης διεξοδικά στη Νότια Αφρική στο συνέδριο) Μετά θα πάει και στο Βοτανικό, να δει την Ορφέως. Πριν τη χαρίσει στον Babis.
Σε μια ομιλία του στην Πάντειο τον Γενάρη του 1975 για την κοινωνική και πολιτική σημασία της τέχνης ο Σινόπουλος (περισσότερα στον καινούριο Μανδραγόρα), έβλεπε την ποίηση να προσδιορίζεται απ’ το κοινωνικό πλαίσιο όπου ζει ο δημιουργός, και να διαμορφώνεται μέσα σ’ αυτές τις αναγκαίες συγκρούσεις: «Θα προσδιόριζα ακριβέστερα, (αντιδιαστέλλει την υπεροχή της ποιητικής γλώσσας ο Σ.), πως όντας μια γλώσσα “επαναστατική” αντιμάχεται προπαντός τη γλώσσα της πολιτικής, τη γλώσσα της γραφειοκρατίας, τη γλώσσα της εξουσίας και της καταπίεσης που συμπορεύεται με οποιαδήποτε εξουσία. Θά ’λεγα ακόμα πως ο ποιητής μυρίζεται, ξέρει τι σόι κοπρισμένο παράγωγο είναι η γλώσσα (και η γραφή) της εξουσίας, ποια τάξη την παράγει και γιατί την παράγει. […] Γι’ αυτό το πρόβλημα του ποιητή δεν είναι μονάχα να ξεφύγει από τις παγίδες της αλλοτρίωσης, αλλά ταυτόχρονα να περάσει από την περιοχή της κοινόχρηστης (άχρωμης, ουδέτερης) ποιητικής γλώσσας, στην “προσωπική” γλώσσα κι από κει και πέρα να περάσει στο μεγάλο χώρο της “κοινής” που είναι η ευρύτερη, η ανεκτίμητη κι ανεξάντλητη (αληθινό ορυχείο) γλώσσα του λαού, πράγμα που κατάφερε ο Κορνάρος π.χ. ή ο Σολωμός. Κι αυτό σημαίνει απόσβεση του εγώ, προχώρεμα από την ατομική συνείδηση στη συλλογική συνείδηση, ταύτιση του ποιητή με τη γλώσσα, με το λαό, με την ελευθερία. Αυτή την ένταξη του ποιητή στη συλλογική συνείδηση, δεν θα ήθελα να βιαστούμε να την ονομάσουμε –με όρους σύγχρονους– “πολιτικοποίηση”, “στράτευση” κ.λπ., ας την πούμε καλύτερα “πράξη”, δηλαδή κατάχτηση του εαυτού του και της ποίησης, επιβαλλόμενη σημαίνουσα παρουσία, επιβαλλόμενο “παρόν” του ποιητή στον κοινωνικό χώρο, στο προσκλητήριο της εποχής του. Είναι ίσως το “παρόν” που γίνεται κάποτε συνεχές “παρόν”, διάρκεια, ίσως αιωνιότητα».
Αυτό το «παρόν» αναζητούμε μάταια οι απόντες, με τη διαφορά πως στα 30 αυτά χρόνια αντί το κοινωνικό να θεριεύει, χάθηκε/σβήστηκε/λοιδορήθηκε/κατέστη ντεμοντέ αφήνοντας στη θέση του σ’ ένα φοβισμένο «εγώ». Κουρασμένοι να ματαιοπονούμε –άλλωστε ο δρόμος της κρίσης προμηνύεται μακρύς, τόπε η Μέρκελ κι ο Φίλης– αναζητάμε διαφυγή, από τη βέβαιη καταστροφή και την αναπότρεπτη καταδίκη. Υποταγή ή εθισμός, μάθαμε ν’ ανεχόμαστε το κομματικό τέρας, τις παρεκτροπές και τις παρεκβάσεις του. Να το καλοπιάνουμε μήπως και λυπηθεί μονάχα εμάς, για να γλιτώσουμε –έστω σε άδεια πόλη, ακόμα και σε χώρα νεκρή. Όμως η οσμή του αίματος μεγαλώνει τις ορέξεις των θηρίων, τα πολλαπλασιάζει και τα ισχυροποιεί στη δημόσια ζωή. Έτοιμα να κατασπαράξουν και τον τελευταίο. Αχόρταγα, αδίστακτα και ασυγκίνητα στις παρακλήσεις μας.
Και το πιο επικίνδυνο πια (για να θυμηθούμε τον Χατζιδάκι), δεν είναι ο διαρκής φόβος, αλλά η συνήθεια του φόβου.

Κώστας Κρεμμύδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων