Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Η βασανισμένη ψυχή μιας μεταβατικής εποχής...

 η Λέσχη...
του Νίκου Γεωργαντώνη
.
Οι λέξεις σου είναι μελαγχολικές…
Πώς να μην είναι.
Ο ουρανός συννεφιάζει…
Ναι, συννεφιάζει, κι ακόμη είναι νωρίς.
φθινόπωρο…
«Το ξέρω» μου λες· και κουνάς το κεφάλι σου συλλογισμένος
δαγκώνοντας τα χείλια.
.
Χτες δεν είχες να πληρώσεις το φαΐ των παιδιών σου,
τώρα δεν έχεις χρήματα χρήματα να ζήσεις τον πατέρα σου…
τα παπούτσια σου είναι παλιά, το σακάκι σου συνηθισμένο
μήνες τώρα ήσουν άνεργος… Και ψάχνεις να βρεις· έναν τρόπο
να πιστέψεις.
.
Καημένε, Αρίστο…
.
Θα μπορούσα να σου πω παραμύθια. «Μα τι να τα κάνω!» μου λες
αντιβοώντας στο μυαλό μου. Κούφιες ρητορείες και εξάρσεις πρό-
θυμες ξεσηκωμού… «Τα ξέρω αυτά» μου λες.
.
Έπειτα, πηγαίνεις στο γραφείο σου.
Σκουπίζεις το μέτωπό σου.
Ανοίγεις τα χαρτιά και σκύβεις μέσα τους λες κι είναι θάλασσα ομηρική
νήδυμου ύπνου.
.
Μα δεν είναι…
.
.
Την άλλη μέρα ήρθες στη δουλειά με την πλάτη γερτή…
Άφησες την τσάντα στο γραφείο και πλησίασες
«Ξέρεις…» μου είπες. «Σου είπα χτες για μένα…
Μα δε σου είπα για τη Μαρίνα… Η φτωχή!… Τρία παιδιά
έχει να θρέψει… και η εταιρεία τής είπε ότι είναι αντιπαραγωγική…
Άκου! Ποιος;! Η Μαρίνα…»
.
Έσφιξε τα χείλια, δαγκώθηκε… προσπάθησε
να σκίσει την λύπη στην άκρη των χειλιών του.
Δεν τα κατάφερε…
.
«Καημένη Μαρίνα… Τώρα δουλεύεις τέσσερις ώρες και
είσαι πιο παραγωγική! “Αν θέλεις μπορείς να φύγεις!” της είπαν.
“Οι καιροί αλλάζουν και η εταιρεία μας πρέπει ακολουθεί το
πνεύμα των καιρών για να επιβιώσει…”
Έτσι της είπαν.
Την άλλη μέρα η Μαρίνα έκλαιγε…
Σκυμμένη στον πάγκο της δουλειάς της έγραφε με το μικρό χεράκι της
και μύρωνε με καλοσύνη τα βρώμικα χαρτιά των αφεντικών…»
.
Έπειτα σώπασες…
.
.
Άλλη φορά, θυμόσουν κάποιον άλλον… και
πεταγόσουν από τη θέση σου κι έσπευδες φουριόζος να μου πεις:
.
«Ο Γιάννης! Ο Γιάννης! Σου είπα γι’ αυτόν;… Τον απέλυσαν! Ο Γιάννης!»
.
Το βλέμμα σου εστίαζε κάπου μπροστά σου… κάπου, σε κάποιο αόριστο
σημείο του χώρου. Λες και προσπαθούσες να μπεις στ’ άδυτα της ψυχής σου
και την έβλεπες εκεί, μπροστά, σε κάποιον μαγικό καθρέφτη…
.
«Πάνε τρεις μήνες τώρα! Ο φτωχός… κόντεψε να τρελαθεί…
Η γυναίκα του έχει ζάχαρο… και δεν φτάνουν, ξέρεις…
τα λεφτά…
Προχτές τον είδαν να πηγαίνει στην “κοινωνική κουζίνα”…
Τι ‘ναι αυτό;…
.
Α…
δεν έχει φαΐ…»
.
Άλλες φορές κοίταζες τα χαρτιά σου, έγραφες και μουρμούριζες σιγανά
αφήνοντας δειλούς στριγκούς ήχους.
.
Δεν είμαι γιατρός, αλλά ίσως να υπήρχε κάποια νεύρωση.
.
Άλλοτε πάλι σήκωνες απότομα το κεφάλι και κοίταζες κατά το μέρος μου
με μάτια ταραγμένα…
Όχι!… Όχι!… Δεν κοιτούσες εμένα.
Κάπου αόριστα κοιτούσες, κάποιο ον απροσδιόριστο… Το κατάλαβα αυτό.
Έπειτα μουρμούρισες κάποια ακατανόητα πράγματα και κούνησες τα χέρια σου
προσπαθώντας να διαλύσεις αόρατη ομίχλη.
.
Μέρα με τη μέρα αυξάνονταν αυτές σου οι τροπές.
Κάθε βδομάδα μια ανησυχία ενστάλαζε στην καρδιά μου…
Είσαι νέος… Έχεις και παιδί.
Στο τέλος, σχεδόν κρυφά, είχες βλέμμα τρελού… Δεν ήταν ψύχωση. Όχι
Ήξερες τι έκανες. Ή μάλλον αντιλαμβανόσουνα τις ανεξέλεγκτες ορμές
που γεννούσε η ψυχή σου… Τις άφηνες… Αφέθηκες… Ήταν αργά να γυρίσεις
πίσω… Βρέθηκες σ’ ένα πέλαγος που διαφέντευε πια την ψυχή σου σαν Δίας
ακαταμάχητος…
Τελικά, ήσουν ευαίσθητος.
..
Θυμάμαι… Μια μέρα που ήμασταν οι δυο μας στο γραφείο, άρχισες το συνηθισμένο εκείνο μουρμουρητό.
Ήχοι περίεργοι, φθόγγοι, διαπεραστικοί, σιγαλοί κλαυθμυρισμοί.
Δεν έδωσα σημασία…
Όμως μια στιγμή, δίχως να καταλάβω πότε, σηκώθηκες απότομα τραβώντας ένα στιλέτο που είχες
στην τσέπη σου και όρμηξες στην πόρτα να την καρφώσεις.
Της χάρισες πολλές μαχαιριές αφήνοντας αγωνιώδεις κραυγές – εικάζω: αναζητώντας κάποιον λυτρωμό.
Τότε ήρθα εγώ κοντά σου… σου έπιασα μαλακά το χέρι, σου άγγιξα την πλάτη.
Δεν με κατάλαβες στην αρχή και έπρεπε να ασκήσω κάποια πειθαρχημένη δύναμη για να ηρεμήσω την ψυχή σου.
.
«Καλέ μου, Αρίστο…
Έλα… Έλα να κάτσουμε…»
.
Κάπως συνήλθες.
Με κατάλαβες…
Περπατούσες, έτρεμες λες κι είχες ρίγη.
Κάθισες…
.
«Μισο λεπτό…» σου είπα.
.
Πήγα να βρω μια πετσέτα.
Την έβρεξα, την έφερα και δρόσισα το ιδρωμένο μέτωπό σου.
Τα μάτια σου ήταν κλειστά. Ακόμη έτρεμες.
.
Καημένε, Αρίστο…
Τα φίδια της ζωής σου σε ζώσανε σα να ‘τανε οχιές…
Μα εσύ δεν ήσουν Ηρακλής… και δεν μπορούσες να στραγγαλίσεις το ζόφο της εποχής.
Άρχισαν να σε πνίγουν.
.
Καλέ μου, Αρίστο…
Άνοιξε τα μάτια σου… Κοίτα με…
Είμαι κοντά σου… Είμαι εγώ… ο Νίκος.
Κοίτα!
Να!
Βλέπεις;…
Χαμογελώ…
Ναι.
Ναι, καλέ μου, Αρίστο…
Θα τα νικήσουμε τα φίδια…
Θα βγάλουμε την ψυχή σου απ’ αυτό το πέλαγος…
Θα καθαρίσουμε τους ουρανούς…
Θα δυναμώσουμε τα χέρια μας…
Έχε εμπιστοσύνη.
Ναι…
Ναι, Αρίστο…
Θα σμιλέψουμε και πάλι την ψυχή μας…
Για να βρίσκει τους τρόπους
και να λύνει τους γόρδιους δεσμούς.
Μην ανησυχείς…
άκου!
άκου αυτό το χελιδόνι…
Είν’ η καρδιά μου…
Ειν’ η καρδιά σου, Αρίστο.
άκου!
άκου πώς φτεροκοπά ζωντανό…
θέλει να πετάξει στους ουρανούς…
Γι’ αυτό σου λέω.
Εδώ στο Γόρδιο που βρεθήκαμε
φέραμε κι ένα σπαθί.
.
Ησύχασε…
————————————————–
Μουσικό ΥΓ: Μ. Χατζιδάκις, “Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι”:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων