Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Κέ­δρο α­πό­κε­δρο....

 Κωστας Κρεμμυδας απο την Εποχη  ...


Modem και υ­πο­λο­γι­στή θα βά­λω
στο μι­τά­το
για να που­λώ στο internet
το γά­λα των προ­βά­των

Ει­ν‘ ό­μορ­φη, εί­μ‘ ά­σκη­μος,
Εί­ναι μι­κρή, κι εί­μαι με­γά­λος
Και δε μου ‘φτά­νουν ό­λ‘ αυ­τά,
εί­ναι στη μέ­ση κι άλ­λος...
(Κρη­τι­κές μα­ντι­νά­δες)

Εγώ Αι Γιάν­νη δε φο­βά­μαι
εί­ναι κι αυ­τή του λι­βυ­κού γω­νιά
θα ’ρθει ο σύ­ντρο­φος Κα­ντά­φι
να τη χα­ρί­σει πά­λι στα φρι­κιά
(πα­ρω­χη­μέ­νο σύν­θη­μα Γαύ­δου)

Στο τε­λευ­ταίο πριν τις δια­κο­πές κεί­με­νο συ­νει­δη­το­ποίη­σα έ­ντρο­μος το μά­ταιο της γρα­φής, εν γέ­νει, ή έ­στω της α­τε­λέ­σφο­ρης, (μη μου γρά­φεις γράμ­μα­τα, για­τί γράμ­μα­τα δεν ξέ­ρω και με πιά­νουν κλά­μα­τα). Τε­λι­κά ε­κεί­νο που προέ­χει εί­ναι να δια­σφα­λί­σου­με το νό­η­μα της α­νά­γνω­σης, ώ­στε να πε­ρά­σου­με α­πό το προ­βλέ­ψι­μο και τε­τριμ­μέ­νο στην α­πρό­σμε­νη έ­κρη­ξή του. Στην ου­σία δη­λα­δή του νοή­μα­τος. «Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πο­ρεύο­νται α­συ­νεί­δη­τα. Οι τυ­χε­ροί δι­καιώ­νουν το σκο­πό της ύ­παρ­ξής τους, οι ά­τυ­χοι τον α­κυ­ρώ­νουν. Το κά­θε πράγ­μα, ε­πο­μέ­νως, ξε­χω­ρι­στά εί­ναι προο­ρι­σμέ­νο για έ­να ρό­λο. Μια μι­κρή πέ­τρα υ­πάρ­χει για να τη ρί­ξει το παι­δί και να σκο­τώ­σει το που­λί που πε­τά­ει. Και ο σκο­πός του που­λιού αυ­τός εί­ναι. Να πε­θά­νει α­πό τη μι­κρή πέ­τρα. Ό,τι υ­πάρ­χει πά­νω στη γη, τού­το συλ­λο­γά­ται ε­πί­μο­να. “Ακό­μα κι η τρί­χα σκέ­φτε­ται”, λέει ο Δη­μό­κρι­τος», διευ­κο­λύ­νει τη συλ­λο­γι­στι­κή μου ο Ανδρέ­ας Μή­τσου στο μυ­θι­στό­ρη­μά του «Ο α­γα­πη­μέ­νος των με­λισ­σών» (Κα­στα­νιώ­της 2010).
Πα­ρά τη βε­βαιό­τη­τα των πολ­λα­πλών α­να­γνώ­σεων α­νά­λο­γα με τις α­νά­γκες, την α­να­σφά­λεια, τις σκο­πι­μό­τη­τες, τη βα­ριε­στι­μά­ρα, τον κυ­νι­σμό, την ε­μπει­ρία, τα πά­θη, ή την α­φα­σία που μας δια­κρί­νει, (αυ­τό ά­ρα­γε εν­νο­εί ο Κα­ντ ό­ταν λέει πως ό,τι προσ­λαμ­βά­νου­με ως ε­ξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι άλ­λο α­πό τις ε­σώ­τε­ρες κα­τα­σκευές μας;), εί­ναι ε­πι­βε­βλη­μέ­νο του­λά­χι­στον πο­λι­τι­κά, να ο­ρί­σου­με έ­ντι­μα (και α­πό κοι­νού) ό­σα μας α­φο­ρούν, μας α­πει­λούν και μας προ­σβά­λουν.
Ωστό­σο, στις δια­κο­πές τα πράγ­μα­τα εί­ναι πιο α­πλά, πε­ρισ­σό­τε­ρο χα­λα­ρά και αρ­κε­τά αμ­φί­ση­μα. Σαν τη γω­νία λή­ψης μιας φω­το­γρα­φίας, την υ­πο­κει­με­νι­κή αρ­τιό­τη­τα ε­νός καλ­λι­τε­χνή­μα­τος, τη γεύ­ση ε­νός φα­γη­τού, το βαθ­μό δυ­σκο­λίας μιας α­νά­βα­σης. Για­τί ό­λοι βλέ­που­με τον ί­διο αμ­μό­λο­φο, τα γλυ­πτά σχή­μα­τα των κέ­δρων (γυ­μνω­μέ­να α­π’ το χρό­νο ή τα δε­κά­δες κα­τσί­κια που βό­σκουν α­νε­ξέ­λε­γκτα), τους κυ­μα­τι­σμούς της άμ­μου στην αρ­γή κί­νη­ση του σού­ρου­που, τις κόκ­κι­νες α­νταύ­γειες της δύ­σης, το μοβ πε­ρί­γραμ­μα της Κρή­της, τα παρ­κα­ρι­σμέ­να γιω­τα­χί. Όμως, για τον κα­θέ­να γεν­νώ­νται δια­φο­ρε­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα, κα­τα­γρά­φο­νται ξε­χω­ρι­στές ει­κό­νες, α­να­πτύσ­σο­νται άλ­λες α­ντο­χές, ι­κα­νο­ποιού­νται ποι­κί­λες προσ­δο­κίες. Κο­ντο­λο­γίς ού­τε κι ε­δώ ε­ξα­σφα­λί­ζε­ται μια στοι­χειώ­δης συ­ντε­ταγ­μέ­νη. Γι’ αυ­τό θεω­ρώ πως Γαύ­δος και Αρι­στε­ρά ταυ­τί­ζο­νται: στο α­νεκ­πλή­ρω­το, το α­νέ­φι­κτο, το α­πρόο­πτο, το α­προσ­διό­ρι­στο: «Στ’ ό,τι κά­τσει» του α­νέκ­δο­του για τον Κο­ρεά­τη ε­ρω­τύ­λο.
Κι ε­πει­δή η Γαύ­δος έ­χει ε­ρή­μην της ταυ­τι­στεί με την Αρι­στε­ρά, ή­δη α­πό τα χρό­νια του ι­διώ­νυ­μου, θα μπει ά­ρον ά­ρον πρώ­τη στο στό­χα­στρο του Σα­μα­ρά προς πώ­λη­σιν. Μα­ζί με τους πα­ρα­θε­ρι­στές της. Και τις άλ­λες βρα­χο­νη­σί­δες. Προ­κει­μέ­νου να μας ξε­φορ­τω­θούν, –προ­ε­ξάρ­χο­ντος του Κου­βέ­λη, α­φού δεν εί­μα­στε καν ψη­φο­φό­ροι του– εί­ναι ι­κα­νοί α­κό­μα και να μας χα­ρί­σουν. (Και δεν υ­πάρ­χει πια κι ο Κα­ντά­φι να μας πά­ρει).
Ίσως ξε­νί­ζει η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη γαυ­δο­λο­γία αλ­λά πώς να ξε­μπερ­δέ­ψεις με τις εμ­μο­νές που σε στοι­χειώ­νουν και τις αυ­τα­πά­τες που κιν­δυ­νεύουν να ’ρθουν για να ζη­τή­σουν εκ­δί­κη­ση; Πώς να ε­ξη­γή­σεις το πα­ρά­λο­γο: να α­πο­ζη­τάς κό­ντρα στο ή­λιο και πά­νω στους α­νέ­μους, ό­που γεν­νά­νε κό­τες, βό­σκουν κα­τσί­κες και α­πο­πα­τούν σκη­νή­τες, χώ­ρο να στή­σεις την πρα­μά­τεια σου, σκιά να ξα­πο­στά­σεις. Να σε ραί­νουν οι αμ­μο­βο­λές και συ να πα­λεύεις να κα­θα­ρί­σεις τα σε­ντό­νια σου την ώ­ρα που κά­νεις α­να­γκα­στι­κό πί­λινκ! Να σε παίρ­νει και να σε ση­κώ­νει και συ να γρά­φεις τα της Επο­χής, ε­νώ η βρω­μο­λί­μνη γε­μί­ζει, ο αέ­ρας μα­στι­γώ­νει, ο Αρκα­λά­κης πλημ­μυ­ρί­ζει (και θη­σαυ­ρί­ζει στο χρη­μα­τι­στή­ριο των ο­πω­ρο­κη­πευ­τι­κών), κι η σύν­δε­ση με κό­σμο και internet μοιά­ζει α­νέ­φι­κτη. Αλλά μή­πως αυ­τές οι α­ντι­φά­σεις δε χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον άν­θρω­πο, τις ι­δέες και τις δια­φυ­γές του;
Άλλω­στε, ε­μείς δεν κά­νου­με τουρ στα νη­σιά. Απο­λο­γι­σμό ζωής κα­τα­θέ­του­με σ’ έ­να μέ­ρος που μας πρω­το­εί­δε παι­διά και ε­ξα­κο­λου­θεί να μας υ­πο­δέ­χε­ται ως «κα­λά κρα­τιό­μα­στε» με­σή­λι­κες… Εδώ συ­να­ντή­σα­με τις πρώ­τες μας ρυ­τί­δες, στις πα­ρα­λίες της Γαύ­δου ασ­πρί­σαν τα μαλ­λιά μας, στα μο­νο­πά­τια της ζή­σα­με το τέ­λος μιας σχέ­σης, στις πλα­γιές της τσα­κω­θή­κα­με για μια κα­βάτ­ζα προ­σπα­θώ­ντας –πα­ρό­τι α­ρι­στε­ροί– να δια­φυ­λά­ξου­με την ι­διο­κτη­σία του δέ­ντρου και της πα­ρα­λίας μας, φρο­ντί­ζο­ντας πα­ράλ­λη­λα και τους 5-10 κολ­λη­τούς μας. Στη Γαύ­δο με­γά­λω­σαν τα παι­διά μας –που τώ­ρα χτί­ζουν τη Μύ­κο­νο και παί­ζουν στο Εθνι­κό Μο­λιέ­ρο–, ε­δώ μας ήρ­θε εμ­μη­νό­παυ­ση, στις θά­λασ­σές της κα­τα­θέ­σα­με τις τρί­χες της κε­φα­λής μας, στους αμ­μό­λο­φους νιώ­σα­με τους πρώ­τους πό­νους στη μέ­ση. Εδώ η θλί­ψη α­π’ τη γι­γα­ντω­μέ­νη αυ­θαι­ρε­τού­πο­λη. (Όχι με τη νο­μι­κή αλ­λά την κα­τα­στρο­φι­κή της διά­στα­ση). Για­τί τα τε­λευ­ταία χρό­νια ό­σο μα­ραί­νο­νται οι κέ­δροι, τό­σο αν­θί­ζουν οι τσι­με­ντο­λι­θιές, τα πε­ρί­φη­μα α­ει­θα­λή που ευ­δο­κι­μούν σε ε­τή­σια βά­ση.
Απέ­να­ντι στη νο­σταλ­γία του μέλ­λο­ντος κά­θε κα­λο­καί­ρι α­ντι­πα­ρα­θέ­του­με, ως γνή­σιοι α­ρι­στε­ροί, την ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη α­κι­νη­σία του πα­ρελ­θό­ντος σε τέ­τοιο βαθ­μό ώ­στε να συγ­χέε­ται η α­νά­μνη­ση με την ε­πι­και­ρό­τη­τα. Άμυ­να έ­να­ντι της φθο­ράς; Κε­κτη­μέ­νη συ­νή­θεια, ή φό­βος α­πέ­να­ντι στο και­νού­ριο;
Το ε­ρώ­τη­μα θα πλα­νά­ται κα­θώς τα κα­θέ­κα­στα της ι­στο­ρίας πε­ρι­μέ­νουν και πά­λι να μας υ­πο­δε­χτούν «στο θε­ο­σκό­τει­νο κο­μπο­λό­γι των η­με­ρών, τ’ α­διέ­ξο­δα και τα φο­βε­ρω­μέ­να α­πό πα­ντού» χρό­νια ό­πως προέ­βλε­ψε ο Μάρ­κος Μέ­σκος (στα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα με τίτ­λο «Νε­ρό Καρ­κά­για»).

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας
mandragoras_magazine@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων