Κωστας Κρεμμυδας απο την Εποχη ...
Modem και υπολογιστή θα βάλω
στο μιτάτο
για να πουλώ στο internet
το γάλα των προβάτων
Ειν‘ όμορφη, είμ‘ άσκημος,
Είναι μικρή, κι είμαι μεγάλος
Και δε μου ‘φτάνουν όλ‘ αυτά,
είναι στη μέση κι άλλος...
(Κρητικές μαντινάδες)
Εγώ Αι Γιάννη δε φοβάμαι
είναι κι αυτή του λιβυκού γωνιά
θα ’ρθει ο σύντροφος Καντάφι
να τη χαρίσει πάλι στα φρικιά
(παρωχημένο σύνθημα Γαύδου)
Στο τελευταίο πριν τις διακοπές κείμενο συνειδητοποίησα έντρομος το μάταιο της γραφής, εν γένει, ή έστω της ατελέσφορης, (μη μου γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα). Τελικά εκείνο που προέχει είναι να διασφαλίσουμε το νόημα της ανάγνωσης, ώστε να περάσουμε από το προβλέψιμο και τετριμμένο στην απρόσμενη έκρηξή του. Στην ουσία δηλαδή του νοήματος. «Οι περισσότεροι πορεύονται ασυνείδητα. Οι τυχεροί δικαιώνουν το σκοπό της ύπαρξής τους, οι άτυχοι τον ακυρώνουν. Το κάθε πράγμα, επομένως, ξεχωριστά είναι προορισμένο για ένα ρόλο. Μια μικρή πέτρα υπάρχει για να τη ρίξει το παιδί και να σκοτώσει το πουλί που πετάει. Και ο σκοπός του πουλιού αυτός είναι. Να πεθάνει από τη μικρή πέτρα. Ό,τι υπάρχει πάνω στη γη, τούτο συλλογάται επίμονα. “Ακόμα κι η τρίχα σκέφτεται”, λέει ο Δημόκριτος», διευκολύνει τη συλλογιστική μου ο Ανδρέας Μήτσου στο μυθιστόρημά του «Ο αγαπημένος των μελισσών» (Καστανιώτης 2010).
Παρά τη βεβαιότητα των πολλαπλών αναγνώσεων ανάλογα με τις ανάγκες, την ανασφάλεια, τις σκοπιμότητες, τη βαριεστιμάρα, τον κυνισμό, την εμπειρία, τα πάθη, ή την αφασία που μας διακρίνει, (αυτό άραγε εννοεί ο Καντ όταν λέει πως ό,τι προσλαμβάνουμε ως εξωτερική πραγματικότητα δεν είναι άλλο από τις εσώτερες κατασκευές μας;), είναι επιβεβλημένο τουλάχιστον πολιτικά, να ορίσουμε έντιμα (και από κοινού) όσα μας αφορούν, μας απειλούν και μας προσβάλουν.
Ωστόσο, στις διακοπές τα πράγματα είναι πιο απλά, περισσότερο χαλαρά και αρκετά αμφίσημα. Σαν τη γωνία λήψης μιας φωτογραφίας, την υποκειμενική αρτιότητα ενός καλλιτεχνήματος, τη γεύση ενός φαγητού, το βαθμό δυσκολίας μιας ανάβασης. Γιατί όλοι βλέπουμε τον ίδιο αμμόλοφο, τα γλυπτά σχήματα των κέδρων (γυμνωμένα απ’ το χρόνο ή τα δεκάδες κατσίκια που βόσκουν ανεξέλεγκτα), τους κυματισμούς της άμμου στην αργή κίνηση του σούρουπου, τις κόκκινες ανταύγειες της δύσης, το μοβ περίγραμμα της Κρήτης, τα παρκαρισμένα γιωταχί. Όμως, για τον καθένα γεννώνται διαφορετικά συναισθήματα, καταγράφονται ξεχωριστές εικόνες, αναπτύσσονται άλλες αντοχές, ικανοποιούνται ποικίλες προσδοκίες. Κοντολογίς ούτε κι εδώ εξασφαλίζεται μια στοιχειώδης συντεταγμένη. Γι’ αυτό θεωρώ πως Γαύδος και Αριστερά ταυτίζονται: στο ανεκπλήρωτο, το ανέφικτο, το απρόοπτο, το απροσδιόριστο: «Στ’ ό,τι κάτσει» του ανέκδοτου για τον Κορεάτη ερωτύλο.
Κι επειδή η Γαύδος έχει ερήμην της ταυτιστεί με την Αριστερά, ήδη από τα χρόνια του ιδιώνυμου, θα μπει άρον άρον πρώτη στο στόχαστρο του Σαμαρά προς πώλησιν. Μαζί με τους παραθεριστές της. Και τις άλλες βραχονησίδες. Προκειμένου να μας ξεφορτωθούν, –προεξάρχοντος του Κουβέλη, αφού δεν είμαστε καν ψηφοφόροι του– είναι ικανοί ακόμα και να μας χαρίσουν. (Και δεν υπάρχει πια κι ο Καντάφι να μας πάρει).
Ίσως ξενίζει η παρατεταμένη γαυδολογία αλλά πώς να ξεμπερδέψεις με τις εμμονές που σε στοιχειώνουν και τις αυταπάτες που κινδυνεύουν να ’ρθουν για να ζητήσουν εκδίκηση; Πώς να εξηγήσεις το παράλογο: να αποζητάς κόντρα στο ήλιο και πάνω στους ανέμους, όπου γεννάνε κότες, βόσκουν κατσίκες και αποπατούν σκηνήτες, χώρο να στήσεις την πραμάτεια σου, σκιά να ξαποστάσεις. Να σε ραίνουν οι αμμοβολές και συ να παλεύεις να καθαρίσεις τα σεντόνια σου την ώρα που κάνεις αναγκαστικό πίλινκ! Να σε παίρνει και να σε σηκώνει και συ να γράφεις τα της Εποχής, ενώ η βρωμολίμνη γεμίζει, ο αέρας μαστιγώνει, ο Αρκαλάκης πλημμυρίζει (και θησαυρίζει στο χρηματιστήριο των οπωροκηπευτικών), κι η σύνδεση με κόσμο και internet μοιάζει ανέφικτη. Αλλά μήπως αυτές οι αντιφάσεις δε χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, τις ιδέες και τις διαφυγές του;
Άλλωστε, εμείς δεν κάνουμε τουρ στα νησιά. Απολογισμό ζωής καταθέτουμε σ’ ένα μέρος που μας πρωτοείδε παιδιά και εξακολουθεί να μας υποδέχεται ως «καλά κρατιόμαστε» μεσήλικες… Εδώ συναντήσαμε τις πρώτες μας ρυτίδες, στις παραλίες της Γαύδου ασπρίσαν τα μαλλιά μας, στα μονοπάτια της ζήσαμε το τέλος μιας σχέσης, στις πλαγιές της τσακωθήκαμε για μια καβάτζα προσπαθώντας –παρότι αριστεροί– να διαφυλάξουμε την ιδιοκτησία του δέντρου και της παραλίας μας, φροντίζοντας παράλληλα και τους 5-10 κολλητούς μας. Στη Γαύδο μεγάλωσαν τα παιδιά μας –που τώρα χτίζουν τη Μύκονο και παίζουν στο Εθνικό Μολιέρο–, εδώ μας ήρθε εμμηνόπαυση, στις θάλασσές της καταθέσαμε τις τρίχες της κεφαλής μας, στους αμμόλοφους νιώσαμε τους πρώτους πόνους στη μέση. Εδώ η θλίψη απ’ τη γιγαντωμένη αυθαιρετούπολη. (Όχι με τη νομική αλλά την καταστροφική της διάσταση). Γιατί τα τελευταία χρόνια όσο μαραίνονται οι κέδροι, τόσο ανθίζουν οι τσιμεντολιθιές, τα περίφημα αειθαλή που ευδοκιμούν σε ετήσια βάση.
Απέναντι στη νοσταλγία του μέλλοντος κάθε καλοκαίρι αντιπαραθέτουμε, ως γνήσιοι αριστεροί, την επαναλαμβανόμενη ακινησία του παρελθόντος σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγχέεται η ανάμνηση με την επικαιρότητα. Άμυνα έναντι της φθοράς; Κεκτημένη συνήθεια, ή φόβος απέναντι στο καινούριο;
Το ερώτημα θα πλανάται καθώς τα καθέκαστα της ιστορίας περιμένουν και πάλι να μας υποδεχτούν «στο θεοσκότεινο κομπολόγι των ημερών, τ’ αδιέξοδα και τα φοβερωμένα από παντού» χρόνια όπως προέβλεψε ο Μάρκος Μέσκος (στα πεζογραφήματα με τίτλο «Νερό Καρκάγια»).
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Modem και υπολογιστή θα βάλω
στο μιτάτο
για να πουλώ στο internet
το γάλα των προβάτων
Ειν‘ όμορφη, είμ‘ άσκημος,
Είναι μικρή, κι είμαι μεγάλος
Και δε μου ‘φτάνουν όλ‘ αυτά,
είναι στη μέση κι άλλος...
(Κρητικές μαντινάδες)
Εγώ Αι Γιάννη δε φοβάμαι
είναι κι αυτή του λιβυκού γωνιά
θα ’ρθει ο σύντροφος Καντάφι
να τη χαρίσει πάλι στα φρικιά
(παρωχημένο σύνθημα Γαύδου)
Στο τελευταίο πριν τις διακοπές κείμενο συνειδητοποίησα έντρομος το μάταιο της γραφής, εν γένει, ή έστω της ατελέσφορης, (μη μου γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα). Τελικά εκείνο που προέχει είναι να διασφαλίσουμε το νόημα της ανάγνωσης, ώστε να περάσουμε από το προβλέψιμο και τετριμμένο στην απρόσμενη έκρηξή του. Στην ουσία δηλαδή του νοήματος. «Οι περισσότεροι πορεύονται ασυνείδητα. Οι τυχεροί δικαιώνουν το σκοπό της ύπαρξής τους, οι άτυχοι τον ακυρώνουν. Το κάθε πράγμα, επομένως, ξεχωριστά είναι προορισμένο για ένα ρόλο. Μια μικρή πέτρα υπάρχει για να τη ρίξει το παιδί και να σκοτώσει το πουλί που πετάει. Και ο σκοπός του πουλιού αυτός είναι. Να πεθάνει από τη μικρή πέτρα. Ό,τι υπάρχει πάνω στη γη, τούτο συλλογάται επίμονα. “Ακόμα κι η τρίχα σκέφτεται”, λέει ο Δημόκριτος», διευκολύνει τη συλλογιστική μου ο Ανδρέας Μήτσου στο μυθιστόρημά του «Ο αγαπημένος των μελισσών» (Καστανιώτης 2010).
Παρά τη βεβαιότητα των πολλαπλών αναγνώσεων ανάλογα με τις ανάγκες, την ανασφάλεια, τις σκοπιμότητες, τη βαριεστιμάρα, τον κυνισμό, την εμπειρία, τα πάθη, ή την αφασία που μας διακρίνει, (αυτό άραγε εννοεί ο Καντ όταν λέει πως ό,τι προσλαμβάνουμε ως εξωτερική πραγματικότητα δεν είναι άλλο από τις εσώτερες κατασκευές μας;), είναι επιβεβλημένο τουλάχιστον πολιτικά, να ορίσουμε έντιμα (και από κοινού) όσα μας αφορούν, μας απειλούν και μας προσβάλουν.
Ωστόσο, στις διακοπές τα πράγματα είναι πιο απλά, περισσότερο χαλαρά και αρκετά αμφίσημα. Σαν τη γωνία λήψης μιας φωτογραφίας, την υποκειμενική αρτιότητα ενός καλλιτεχνήματος, τη γεύση ενός φαγητού, το βαθμό δυσκολίας μιας ανάβασης. Γιατί όλοι βλέπουμε τον ίδιο αμμόλοφο, τα γλυπτά σχήματα των κέδρων (γυμνωμένα απ’ το χρόνο ή τα δεκάδες κατσίκια που βόσκουν ανεξέλεγκτα), τους κυματισμούς της άμμου στην αργή κίνηση του σούρουπου, τις κόκκινες ανταύγειες της δύσης, το μοβ περίγραμμα της Κρήτης, τα παρκαρισμένα γιωταχί. Όμως, για τον καθένα γεννώνται διαφορετικά συναισθήματα, καταγράφονται ξεχωριστές εικόνες, αναπτύσσονται άλλες αντοχές, ικανοποιούνται ποικίλες προσδοκίες. Κοντολογίς ούτε κι εδώ εξασφαλίζεται μια στοιχειώδης συντεταγμένη. Γι’ αυτό θεωρώ πως Γαύδος και Αριστερά ταυτίζονται: στο ανεκπλήρωτο, το ανέφικτο, το απρόοπτο, το απροσδιόριστο: «Στ’ ό,τι κάτσει» του ανέκδοτου για τον Κορεάτη ερωτύλο.
Κι επειδή η Γαύδος έχει ερήμην της ταυτιστεί με την Αριστερά, ήδη από τα χρόνια του ιδιώνυμου, θα μπει άρον άρον πρώτη στο στόχαστρο του Σαμαρά προς πώλησιν. Μαζί με τους παραθεριστές της. Και τις άλλες βραχονησίδες. Προκειμένου να μας ξεφορτωθούν, –προεξάρχοντος του Κουβέλη, αφού δεν είμαστε καν ψηφοφόροι του– είναι ικανοί ακόμα και να μας χαρίσουν. (Και δεν υπάρχει πια κι ο Καντάφι να μας πάρει).
Ίσως ξενίζει η παρατεταμένη γαυδολογία αλλά πώς να ξεμπερδέψεις με τις εμμονές που σε στοιχειώνουν και τις αυταπάτες που κινδυνεύουν να ’ρθουν για να ζητήσουν εκδίκηση; Πώς να εξηγήσεις το παράλογο: να αποζητάς κόντρα στο ήλιο και πάνω στους ανέμους, όπου γεννάνε κότες, βόσκουν κατσίκες και αποπατούν σκηνήτες, χώρο να στήσεις την πραμάτεια σου, σκιά να ξαποστάσεις. Να σε ραίνουν οι αμμοβολές και συ να παλεύεις να καθαρίσεις τα σεντόνια σου την ώρα που κάνεις αναγκαστικό πίλινκ! Να σε παίρνει και να σε σηκώνει και συ να γράφεις τα της Εποχής, ενώ η βρωμολίμνη γεμίζει, ο αέρας μαστιγώνει, ο Αρκαλάκης πλημμυρίζει (και θησαυρίζει στο χρηματιστήριο των οπωροκηπευτικών), κι η σύνδεση με κόσμο και internet μοιάζει ανέφικτη. Αλλά μήπως αυτές οι αντιφάσεις δε χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, τις ιδέες και τις διαφυγές του;
Άλλωστε, εμείς δεν κάνουμε τουρ στα νησιά. Απολογισμό ζωής καταθέτουμε σ’ ένα μέρος που μας πρωτοείδε παιδιά και εξακολουθεί να μας υποδέχεται ως «καλά κρατιόμαστε» μεσήλικες… Εδώ συναντήσαμε τις πρώτες μας ρυτίδες, στις παραλίες της Γαύδου ασπρίσαν τα μαλλιά μας, στα μονοπάτια της ζήσαμε το τέλος μιας σχέσης, στις πλαγιές της τσακωθήκαμε για μια καβάτζα προσπαθώντας –παρότι αριστεροί– να διαφυλάξουμε την ιδιοκτησία του δέντρου και της παραλίας μας, φροντίζοντας παράλληλα και τους 5-10 κολλητούς μας. Στη Γαύδο μεγάλωσαν τα παιδιά μας –που τώρα χτίζουν τη Μύκονο και παίζουν στο Εθνικό Μολιέρο–, εδώ μας ήρθε εμμηνόπαυση, στις θάλασσές της καταθέσαμε τις τρίχες της κεφαλής μας, στους αμμόλοφους νιώσαμε τους πρώτους πόνους στη μέση. Εδώ η θλίψη απ’ τη γιγαντωμένη αυθαιρετούπολη. (Όχι με τη νομική αλλά την καταστροφική της διάσταση). Γιατί τα τελευταία χρόνια όσο μαραίνονται οι κέδροι, τόσο ανθίζουν οι τσιμεντολιθιές, τα περίφημα αειθαλή που ευδοκιμούν σε ετήσια βάση.
Απέναντι στη νοσταλγία του μέλλοντος κάθε καλοκαίρι αντιπαραθέτουμε, ως γνήσιοι αριστεροί, την επαναλαμβανόμενη ακινησία του παρελθόντος σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγχέεται η ανάμνηση με την επικαιρότητα. Άμυνα έναντι της φθοράς; Κεκτημένη συνήθεια, ή φόβος απέναντι στο καινούριο;
Το ερώτημα θα πλανάται καθώς τα καθέκαστα της ιστορίας περιμένουν και πάλι να μας υποδεχτούν «στο θεοσκότεινο κομπολόγι των ημερών, τ’ αδιέξοδα και τα φοβερωμένα από παντού» χρόνια όπως προέβλεψε ο Μάρκος Μέσκος (στα πεζογραφήματα με τίτλο «Νερό Καρκάγια»).
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου