Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Το τανκς στην πλατεία...

Σώτος Χρυσαφόπουλος...
tank
Η 21η Απριλίου του 1967 ήταν ημέρα Παρασκευή. Μια απαράσκευη Παρασκευή. Ξημερώματα. Εγώ ήμουν ετών πέντε άκλειστα και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Πιο έντονα θυμάμαι ένα τεθωρακισμένο που είχε καβαλήσει το πεζοδρόμιο στην πλατεία κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Εκείνο το τεθωρακισμένο παρουσίαζε για μένα από μόνο του τεράστιο ενδιαφέρον, και επιθυμούσα διακαώς να πάω να το περιεργασθώ. Ήμουν, ωστόσο, σε θέση να καταλάβω από το κλίμα που επικρατούσε στο σπίτι ότι δεν με έπαιρνε ούτε καν να ψελλίσω την επιθυμία. Το τεθωρακισμένο αυτό έμεινε εκεί για κάμποσο διάστημα· στο ίδιο σημείο. Εδώ που τα λέμε έμεινε εκεί για χρόνια. Επτά και λίγα λέω…
Επί όσο καιρό παρέμεινε εκεί για να εποπτεύει, ο κόσμος άρχισε δειλά στην αρχή να περνάει από μπροστά του, αλλά μέρα με την ημέρα όλο και πιο εθισμένος, λίγο-λίγο όλο και πιο ατάραχος, μετά σχεδόν ατρόμητος και στο τέλος στητός-στητός σαν παλιοκαιρισμένος ευπατρίδης –μάλλον σε ένδειξη αντίστασης– πάντα βέβαια καθ’ όδόν προς την παρακείμενη στάση, για να πάρει ο καθένας το δικό του λεωφορείο και να πάει στη δουλειά του· αυτά, μπλε και πράσινα, πηγαινοέρχονταν κανονικά. Από την άλλη κατεύθυνση, άλλοι άνθρωποι, κύριοι και κυρίες, ειδικά του φιλοπτώχου, πέρναγαν από μπροστά του για να πάνε στην Εκκλησία –ήταν αυτή στη μέση της πλατείας.
Ερωτώ: Από πού και ωσπού είχαν, παρακαλώ, δικαίωμα οι μεγαλύτεροι να πλησιάζουν το τεθωρακισμένο και δη με αναιδή απάθεια, ενώ ήταν αυτό για μένα απηγορευμένο, ενώ μάλιστα το δικό μου πλησίασμα δεν θα ήταν καθόλου, μα καθόλου απαθές και αδιάφορο, σαν το δικό τους; Τη φόρα, την αλαζονεία και τη γνώση τους του μεγάλου, του ενήλικα και του ωριμότερου, την πλήρωσαν. Ακριβά.
Αν οι δικοί μου είχαν μείνει μέσα όπως με συμβούλευαν, και αν μαζί τους είχαν μείνει μέσα όλοι οι γονείς όπως –είμαι βέβαιος– συμβούλευαν τα παιδιά τους, εκείνο το τεθωρακισμένο θα είχε πάει για ύπνο νωρίς-νωρίς, πριν ακόμα νυστάξει. Ασφαλώς, για να συμβεί αυτό θα χρειαζόταν να μείνουν μέσα όλοι οι διάφοροι γονείς και μη, ή εν πάσει περιπτώσει οι περισσότεροι. Διότι είναι άλλο να μην βγεις γνωρίζοντας ότι οι άλλοι όμως ίσως βγουν, και άλλο να γνωρίζεις ότι κανένας δεν θα βγει. Πώς το διασφαλίζεις αυτό; Εδώ σας θέλω;
Αυτό το διασφαλίζεις όταν, ας πούμε, βγει κάποιος στην τηλεόραση και στο βεβαιώσει. Εκείνες τις ημέρες δεν είχαμε τηλεόραση, μέχρι που πήραμε συσκευή και βλέπαμε τον Άγνωστο Πόλεμο. Σήμερα, που έχουμε και ραδιόφωνο και τηλεόραση και κινητά και Διαδίκτυο και Ιστολόγια και απ’ όλα, κομπλέ, δεν βγαίνει ένας να το πει.
Ο πρόεδρος της Γ.Σ.Ε.Ε. λέει (τούτο την τελευταία φορά που τον θυμάμαι να μιλάει, γιατί εδώ και καιρό έχει εκδοθεί γι αυτόν Silver Alert) ότι λογαριάζει ως πρώτιστη και βαρύνουσα την συμμετοχή, εννοώντας προφανώς ότι δεν είναι βέβαιος γι αυτήν, αν και περνάει αυτή κατεξοχήν από το χέρι του· μισή κουβέντα θέλει από τα χειλάκια του, ακόμη και από αυτουνού του άκρως αναξιόπιστου. Λέει επίσης ότι αφίσταται των κομμάτων (ψέμματα γιατί είναι καραπασόκος) και δεν θέλει να δώσει δικαιώματα στα κόμματα μη και τον καπελώσουν. Έχει δε κόψει και την καλημέρα με τον Τσίπρα, που είναι το προφανώς ισχυρότερο αντίπαλο δέος στο τεθωρακισμένο, και του κρατάει μούτρα και πείσματα. Λέει, τέλος, ότι δική του δουλειά είναι ο ιδιωτικός τομέας και πετάει τάχαμου το μπαλάκι στον πρόεδρο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., για τον οποίον ισχύουν, λίγο-πολύ, μια απ’ τα ίδια. Τα ενώνει τα δυό τους το ότι θα προσφύγουν, άκουσον-άκουσον, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Φαντάζομαι ότι σε δεύτερη φάση θα προσφύγουν και στην Επιτροπή του Διαστήματος, εις μνήμην του γεγονότος ότι είδαμε και τον πρώτο άνθρωπο που πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι, εκτός από τον Άγνωστο Πόλεμο, όταν αποκτήσαμε τελικά τηλεόραση, όση ώρα το τεθωρακισμένο δέσποζε ασάλευτο στην πλατεία, κάτω από το παράθυρο της κουζίνας.  Τα σύκα-σύκα και η σκάφη-σκάφη, τσιμουδιά και οι πολιτικές δυνάμεις που δεν θέλουν, λέει, να καπελώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα –ας μην βγάζουν την ουρά τους απέξω, όσο κι αν έχουν επ’ αυτού λόγους σχετικώς κατά τι βάσιμους…
Στο μεταξύ έχουμε αρχίσει και τα βάζουμε με τον κόσμο. Που δεν σηκώνεται από τον καναπέ, που δεν βγαίνει στους δρόμους, που δεν κάνει κάτι… Να σηκωθεί να πάει πού; Τι ώρα; Και για πόσο; Σε ποιόν δρόμο; Σε εκείνον ή τον άλλον; Και τι να κάνει, δηλαδη;
Δεν μας αρκούν αυτά τα ερωτήματα. Είναι επουσιώδη!..΅Ως εκ τούτου, λοιπόν, τα ρίχνουμε τώρα ο ένας στον άλλον και όλοι μαζί καταλογίζουμε ευθύνες στον ανώνυμο διπλανό, κάτι σαν σε λαϊκό αντίποδα προς το «μαζί τα φάγαμε»· σύντομα θα πάρει και αυτή η συλλογική κατηγορία πιο συγκεκριμένη μορφή: «μαζί τους ανεχθήκαμε»! Και καθώς μας χωρίζουν όλους τους άμοιρους τα πού, σε ποιο δρόμο ακριβώς, σε πιο συγκεκριμμένο σημείο, πρωί ή απόγευμα, τι γάλα θα πιει το παιδί μου όταν γυρίσω, από πού θα το αγοράσω, ποιο νοσοκομείο θα διανυκτερεύει, μας χωρίζει περιληπτικά και η τελευταία λεπτομέρεια γύρω από την ιδεολογική πλατφόρμα που θα συσκευάσει την αντίδραση. Επίσης μέχρι κεραίας η ακριβής απόσταση από την αυθεντική ιστορική νομοτέλεια της κινητοποίησης, όπως την προέβλεψε ο τάδε ή ο δείνα. Για να μην πάρουμε κακό βαθμό στη δική μας Κ.Ο.ΒΑ. Καταλήγει να μας ενώνει εν τέλει μόνον η απορία: Γιατί δεν αντιδρούμε;
Το γκουβέρνο τρίβει τα χέρια του. Πετάει τη σκούφια του από τη χαρά του, κρατάει την κοιλιά του από τα γέλια και ανοίγει σαμπάνιες. Μέχρι και ο Χατζηκαθηκάκης, που όχι μόνον δεν έβαλε μυαλό από εκείνους που δεν είχαν μυαλό, αλλά επιδεινώθηκε κιόλας η κατάστασή του: Δηλώνει δημοσίως ότι την απεργία την κάνει η μειοψηφία. Μάλιστα. Και τον ακούμε. Τον ακούμε, διότι οι εργαζόμενοι στο Τ.Τ. προτίμησαν τις μειώσεις αποδοχών, παρά να χάσουν τη δουλειά τους. Και καλά έκαναν οι άνθρωποι. Έχουν παιδιά να θρέψουν.
Όσο για τους άνεργους… Άστους αυτούς… Αυτοί δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα. Θα φθάσουμε όμως να ελπίζουμε να ξεπεράσουν αυτοί το 50% μήπως και δούμε από κει μεριά κάποιο φως, καθώς προσπερνάμε οι υπόλοιποι το τεθωρακισμένο, που έχει καβαλήσει το πεζοδρόμιο στην πλατεία. Καθ’ οδόν προς τη στάση για τη δουλειά· καθ’ οδόν προς την Εκκλησία.
Έτσι, μαζί με το τεθωρακισμένο παραμένει και το δίλημμα. Για να μας κοιτάζει. Όπως κοίταζε τον κόσμο, τους δικούς μου και όλη την Ελλάδα, ήδη από τα ξημερώματα της απαράσκευης Παρασκευής της 21ης Απριλίου. Επέζησε αυτό το δίλημμα μέσα σε όλη την Επταετία, σημάδεψε το τέλος της, ουσιαστικά εθέσπισε την Μεταπολίτευση. Και επιμένει ως σήμερα. Και θα επιμένει μέχρι να τελειώσει επιτέλους και αυτή. Όχι όμως με την ίδια απαράλακτη μορφή με την οποία έχουμε συνηθίσει να το επαναλαμβάνουμε. Αλλά μάλλον όπως το βίωσα στα πέντε μου:  Ή εγώ ή το τάνκς…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων