Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Μίλησε κανείς για αποπροσανατολισμό;

Ντίνα Τζουβάλα, Στέφανος Τυροβολάς, Red NoteBook...
Βρισκόμαστε στον Ιούνιο του 1941. Προελαύνοντας στο σοβιετικό έδαφος, οι ναζί διαπράττουν φρικαλεότητες απολύτως συνεπείς προς την πεποίθησή τους οτι οι σλάβοι, ως φυλή, βρίσκονται λίγο πιο πάνω από τα ζώα. Όλα βαίνουν «καλώς», μέχρι που στις 23 του μήνα οι ναζί έρχονται αντιμέτωποι με κάτι που γι’ αυτούς είναι –κυριολεκτικά– αδιανόητο: τα σοβιετικά τανκς Τ-34 και ΚV.

To –κυριολεκτικά– αδιανόητο ήταν κάτι απλό: τα τανκς αυτά ήταν ασύγκριτα καλύτερα από τα γερμανικά. Το οτι οι «υπάνθρωποι» σλάβοι κατάφεραν να φτιάξουν στρατιωτικά οχήματα ικανά να καθυστερούν μόνα τους για μέρες ολόκληρες μεραρχίες, ήταν μια εμπειρία αυθεντικά τραυματική για το φυλετικό σύμπαν των ναζί. Βλέπετε, η θεωρία τους για τον κατώτερο χαρακτήρα της σλάβικης φυλής δεν ήταν μια πρόφαση (με την έννοια του συνειδητού ψέματος) για να επιτεθούν στην ΕΣΣΔ ή στους γερμανούς κομμουνιστές. Οι ναζί πήγαν σε πόλεμο βασισμένοι σε αυτήν τους την εκτίμηση, κι αυτό είναι η πλέον πειστική απόδειξη ότι δεν ψεύδονταν.

Την ίδια στιγμή, κι ενώ μάχονταν με τη μισή υφήλιο, αφιέρωναν πόρους, χρόνο και δυνάμεις για να εντοπίσουν και να εξοντώσουν –αρχικά με «παραδοσιακά» μέσα, στην συνέχεια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης– εβραίους, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλους, τσιγγάνους. Ο αντισημιτισμός τους δεν ήταν ένα ψέμα για να αποπροσανατολίσουν τους γερμανούς από τις τρομακτικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, από τα «πραγματικά προβλήματα». Ήταν η ακραία εκδήλωση, η πολιτική συμπύκνωση και η φρικαλέα υλοποίηση του διάχυτου αντισημιτισμού και φυλετισμού, που βρίσκει κανείς σε έργα γερμανών διανοουμένων τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Ο ναζισμός, ο φυλετισμός, οι κάθε λογής ακροδεξιές ιδεολογίες, αλλά και οι ιδεολογίες γενικότερα, δεν είναι ψεύδη: δεν είναι τρικ της αστικής τάξης, που καθώς «γνωρίζει», υποτίθεται, τον απαράδεκτο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης (ότι κι αν σημαίνει αυτός ο ηθικής τάξης χαρακτηρισμός), προσπαθεί να τον αποκρύψει από τους υποτελείς. Η κυρίαρχη ιδεολογία, εν πάση περιπτώσει, δεν γίνεται να είναι ιδεολογία μόνο των υποτελών, αλλά όχι και των ίδιων των κυρίαρχων. Ειδικά δε η κρατική ιδεολογία, αυτή που δεν «εκφωνείται» απλώς από τους διανοούμενους της αστικής τάξης, αλλά υλοποιείται καθημερινά, μέσα από πλήθος μηχανισμών (από το στρατό και την αστυνομία, μέχρι τα σχολεία και τις υπηρεσίες έξω από τις οποίες στοιβάζονται οι μετανάστες για να πάρουν την πράσινη κάρτα), είναι τρομακτικά πραγματική.

Το ζήτημα, όμως, δεν είναι κυρίως θεωρητικής τάξεως. Αν βλέπουμε τις εκδηλώσεις αυταρχισμού, από τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών μέχρι την εκκένωση των καταλήψεων και την συζήτηση περί βίας, κατά βάση ως απόπειρες «αποπροσανατολισμού» της κοινής γνώμης (άλλο αν βραχυπρόθεσμα ισχύει κι αυτό ως στόχευση του αστικού πολιτικού προσωπικού), κάνουμε, πρώτον, μια αβλεψία και, δεύτερον, μια λαθεμένη τακτική επιλογή. 

Η αβλεψία έγκειται στο ότι υποτιμούμε τα υλικά «ίχνη» που αφήνει στο κράτος αυτή η τακτική. Υποτιμούμε, δηλαδή, το γεγονός ότι βρισκόμαστε μπροστά στην πλήρη εξέλιξη ενός σχεδίου «στρατηγικής της έντασης» από πλευράς των κυρίαρχων, οι οποίοι εντάσσουν μεθοδικά στην καθημερινότητα τη λογική του «νόμου και της τάξης»: όχι γιατί απλά και μόνο θέλουν να αλλάξουν την ατζέντα, αποσπώντας μας την προσοχή από την οικονομία. Αλλά κυρίως διότι μια ακροδεξιά κυβέρνηση πιστεύει στην συρρίκνωση της δημοκρατίας, θεωρεί δηλαδή την καταστολή ως κεντρικό άξονα της κυριαρχίας της και, φυσικά, προωθεί την απολύτως στοχευμένη και καθόλου «τυφλή» βία.

Η βία αυτή χρησιμοποιείται άμεσα για την καταστολή και την τρομοκράτηση των αγωνιζόμενων τμημάτων της κοινωνίας, μέσα απο την ακραία άσκηση σωματικής βίας σε κάθε πιθανή (ή απίθανη)  ευκαιρία. Δρα, όμως, και πέρα από τα σώματα. Εντείνοντας, δηλαδή, το αίσθημα ανασφάλειας των μικροαστικών στρωμάτων, και αναδεικνύοντας συνεχώς εσωτερικούς, απροσδιόριστης ταυτότητας εχθρούς, που απειλούν την ήδη σκληρή καθημερινότητα τους.

Ο αυταρχισμός, λοιπόν, δεν ασκεί μόνο κατασταλτική λειτουργία. Την ίδια στιγμή είναι και άξονας οργάνωσης μιας νέας ηγεμονίας των αστικών δυνάμεων. Για το  σχέδιο αυτό, όμως, η περιθωριοποίηση της αριστεράς –που στην πολιτική ζωή εκπροσωπείται, στη φάση αυτή, σχεδόν αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ– δεν είναι μόνο στόχος. Είναι και προϋπόθεση εφαρμογής του σχεδίου. Καθώς λοιπόν μια σειρά συλλογισμών που ξετυλίγονται στον δημόσιο λόγο είναι πραγματικά εξωφρενικοί (από τις καταλήψεις ή τα γιαούρτια φτάνουμε στα καλάσνικοφ), η έλλειψη ουσιαστικού αντιλόγου από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι απαραίτητη για να «σταθούν» αυτές οι εξωφρενικότητες.

Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πώς απαντά ο χώρος μας σε αυτήν την ιδεολογικοπολιτική επίθεση που δέχεται απο την ακροδεξιά τρικομματική συγκυβέρνηση. Διότι θα ήταν αναμενόμενο και λογικό, αλλά και το απολύτως παραγωγικό πολιτικά κατά τη γνώμη μας, ο ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθήσει απλά τη γραμμή σύγκρουσης με την κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα. Και κυρίως στο ιδεολογικό. Γιατί υπερασπιζόμενοι τις καταλήψεις ως κοινωνικούς χώρους, δεν υπερασπίζεσαι τα αδιέξοδα της γραμμής  της αναρχίας, αλλά αντιτίθεσαι στην συρρίκνωση  του δημόσιου χώρου και της δημοκρατίας. Επιπλέον, αντιμάχεσαι στην πράξη την εντεινόμενη προσπάθεια της κυβέρνησης να χαρίσει τον έλεγχο περιοχών στην Χ.Α, που λειτουργεί καθ’ έξιν ως μαφία (εμπόριο ναρκωτικών, έλεγχος εκδιδόμενων γυναικών κλπ). Αντίθετα, το να θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ την προσπάθεια ανάκτησης χώρων ως μια κίνηση σε λάθος χρόνο -παρόλα τα τακτικά λάθη, όπως η κατάληψη των γραφείων της ΔΗΜΑΡ-, όπως το έκανε σε ένα βαθμό  με τη Βίλα Αμαλίας, μαρτυρά και πάλι μια φοβικότητα απέναντι στην κοινωνική κίνηση – μια φοβικότητα εντελώς αναντίστοιχη της περιόδου.

Το αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει, σε μια περίοδο, να αναδείξει κεντρικοπολιτικά ένα συγκεκριμένο ζήτημα, είναι θεμιτό -αν και η εκάστοτε ιεράρχηση υπόκειται πάντα σε κριτική. Το να πιστεύουμε, όμως, πως μέχρι να λήξει το συγκεκριμένο θέμα, η κοινωνική κίνηση οφείλει να ακολουθήσει τους σχεδιασμούς μας, είναι από παιδαριώδες έως και επικίνδυνο. Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση της αριστεράς δεν μπορεί απλά να στηριχτεί στο κοινό αίσθημα των «νοικοκυραίων», ούτε στη λογική των συνταγματικών τόξων  (που κατ’ ανάγκη περιλαμβάνουν τον Φαήλο Κρανιδιώτη και τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ που παίζει σπίτι του stratego με τα αμυντικά σχέδια της χώρας). Άλλωστε, η σχέση νόμιμου-παράνομου δεν μπορεί παρά να είναι ένα αντικείμενο επερώτησης από μια κυβέρνηση της αριστεράς, στο βαθμό που ένα μέρος της νομιμότητας συγκαλύπτει τη δημόσια και ιδιωτική «ανομία» και ακυρώνει ντε φάκτο τη δικαιοσύνη.

Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα λόγο να δίνει εξετάσεις νομιμοφροσύνης  σε αυτούς που έχουν κάνει ακόμα και την αστική νομιμότητα κουρελόχαρτο. Πάνω απ’ όλα, και χωρίς η παρανομία να είναι κάποιο «επαναστατικό φετίχ», μια σειρά από συνήθεις πρακτικές της Αριστεράς, αλλά και ευρύτερα των κοινωνικών κινημάτων, ήταν και είναι «παράνομες»: από τις καταλήψεις σχολών και υπηρεσιών, μέχρι την περιφρούρηση απεργιών, και από την πολιτική ανυπακοή μέχρι τις κινητοποιήσεις στις Σκουριές, το κίνημα «παρανομεί». Όχι γιατί το επιλέγει, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς όταν ο νόμος γίνεται άλλοθι για την επιβολή του πιο γυμνού ιδιωτικού συμφέροντος.  Αυτή, λοιπόν, η φοβικότητα του χώρου μας να απαντήσει στις αιτιάσεις περί βίας και τρόμοκρατίας (!) αναδεικνύει επιτακτικά την ανάγκη για περισσότερη επιμονή πάνω στην πολιτική από θέση αρχών. Απλά, η υλοποίηση αυτής της πολιτικής προϋποθέτει περισσότερη συμμετοχή και πιο συλλογικό έλεγχο, άρα περισσότερη και πιο ποιοτική διαδικασία/δημοκρατία. Για την ώρα, όμως, ας μείνουμε στην επισήμανση του θέματος και όχι στην αντιμετώπισή του.

ΥΓ1: Καθώς αυτό το κείμενο τελείωνε, ο σύντροφος Βούτσης προασπίζοντας την αξιοπρέπειά του και την αξιοπρέπεια του ΣΥΡΙΖΑ, αποχώρησε από τη φαρσοκωμωδία που ονομάζεται «Ανατροπή», ζητώντας την παραίτηση του ακροδεξιού Δένδια. Το να έχουμε συνείδηση ότι κανείς δεν θα μας χαριστεί αν είμαστε διαλλακτικοί και υποχωρητικοί, και ότι αντίθετα χρειάζεται αντεπίθεση, είναι αναγκαία προϋπόθεση για να ηγεμονεύσουμε ακόμα και σε ένα «δύσκολο» ζήτημα.

ΥΓ2: Η στρατηγική της έντασης περιλαμβάνει την προσπάθεια ευθείας σύνδεσης του χώρου μας με το χτύπημα που έγινε στο Μall. Η στοχοποίηση του Βαγγέλη Διαμαντόπουλου, που τόλμησε να πει το αυτονόητο για το καθεστώς λειτουργίας των πολυκαταστημάτων-τεράτων τύπου Μall, είναι ενδεικτική του πολιτικού πλαισίου γύρω απο το οποίο κινείται αυτή τη στιγμή το «συνταγματικό τόξο» του αστισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων