Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Όταν εί­σαι ά­ντυ­τη κά­νε μου α­να­πά­ντη­τη...

του Κωστα Κρεμμυδα απο την Εποχη...

Δεν ξέ­ρω αν εί­ναι τρα­γι­κό, πά­ντως κω­μι­κό εί­ναι να με­γα­λώ­νεις α­κού­γο­ντας τα ί­δια με­γά­λα και βλα­κώ­δη πε­ρί της πα­τρί­δας και των σω­τή­ρων της. Που σώ­ζουν α­ε­νάως την κα­τα­στραμ­μέ­νη. Η μό­νη χώ­ρα με τό­σες κα­τα­στρο­φές, πα­ρά τους τό­σους σω­τή­ρες. Αφού ε­μείς, ως ευ­σε­βές ποί­μνιο –δη­λα­δή πρό­βα­τα– συν­δυά­ζο­ντας ε­θνι­κό με θρη­σκευ­τι­κό με­γα­λείο, δε θα ’πρε­πε να ε­ορ­τά­ζου­με ως ε­θνι­κή μας γιορ­τή την 25η Μαρ­τίου, του Ευαγ­γε­λι­σμού, αλ­λά την 6η Αυ­γού­στου, του Σω­τή­ρος.
Δι­καίως ο Πα­πα­δό­που­λος σχε­δία­ζε να α­να­γεί­ρει ναό, αλ­λά δεν τον ά­φη­σε ο Αβέ­ρωφ που του ξα­να­γύ­ρι­σε τον Κα­ρα­μαν­λή. Ελπί­ζου­με πλέ­ον στη Χρυ­σή Αυ­γή να υ­λο­ποιή­σει το προ­αιώ­νιο αί­τη­μα της φυ­λής: να α­νοι­κο­δο­μή­σει το Τά­μα του Έθνους στα Τουρ­κο­βού­νια πά­νω α­π’ τα Στού­ντιο της Βρι­λησ­σού. Να προ­λά­βει τα θυ­ρα­νοί­ξια και η Δέ­σποι­να Πα­πα­δο­πού­λου. Και να εκ­φω­νή­σει τον πα­νη­γυ­ρι­κό ο Θε­ο­φυ­λο­γιαν­νά­κος. (Αυ­τή ει­δι­κά η ε­πα­νά­λη­ψη της ι­στο­ρίας δε θα ’ναι φάρ­σα, αλ­λά τρα­γω­δία).
Θα μας βά­λουν, που θα μας βά­λουν τε­λι­κά τις χει­ρο­πέ­δες. κα­λύ­τε­ρα ροζ και να στις φο­ρά­νε κορ­μά­ρες στα Στού­ντιο, πα­ρά ο Βρού­τσης στο Εργα­σίας. Κα­λά που υ­πάρ­χουν και τα α­μο­ντά­ρι­στα πλά­να του υ­πουρ­γού για να λάμ­ψει ό­λη η α­λή­θεια στον Σκάι. Πά­ντως, ε­γώ αν ή­μουν δη­μο­σιο­γρά­φος θα προ­τι­μού­σα να πλη­ρώ­σω το χα­ρά­τσι α­πό το να ξε­φτι­λί­ζο­μαι με δια­τε­ταγ­μέ­να ρε­πορ­τάζ. (Δεν τους πα­ρα­χω­ρούν την ΥΕ­ΝΕ­Δ, να μη δε­σμεύουν τσά­μπα συ­χνό­τη­τα;)
Εξοι­κειω­μέ­νοι, λοι­πόν, στην εκ­με­τάλ­λευ­ση και την κο­ροϊδία, οι ευ­ρωα­να­θρε­μέ­νοι του Εσω­τε­ρι­κού θεω­ρή­σα­με ως λύ­ση την Ευ­ρώ­πη των λαών. Πι­στεύο­ντας πως του­λά­χι­στον ε­κεί υ­πάρ­χει σο­βα­ρό­τη­τα και συ­νέ­χεια του Κρά­τους. Μια ρα­φι­να­ρι­σμέ­νη γρα­φειο­κρα­τία που τρώει κι­νέ­ζι­κο στο Λου­ξεμ­βούρ­γο, α­βο­κά­ντο και γουα­κα­μό­λε στο Στρα­σβούρ­γο, παί­ζει τέ­νις στις Βρυ­ξέλ­λες και πί­νει σα­μπά­νια με σο­λο­μό. (Εί­χα­με δει τον άλ­λον αέ­ρα και στα βλέμ­μα­τα των ευ­ρω­βου­λευ­τών μας. αρ­χής γε­νο­μέ­νης α­πό τον Κύρ­κο).
Υπάρ­χει α­κό­μα το α­νή­λια­γο κο­τέ­τσι που στέ­γα­ζε το 4ο Αρρέ­νων Αθη­νών, ό­που μα­θαί­να­με πως η Ελλάς πα­ρά­γει έ­λαιον, στα­φί­δες, σι­τά­ρι, κρα­σί και δού­λους. Όντα (α­γρό­τες και δού­λοι) υ­πο­ταγ­μέ­να πλή­ρως στη θέ­λη­ση α­τό­μων που κερ­δί­ζουν α­πό το μόχ­θο τους. Πολ­λοί ή­ταν αιχ­μά­λω­τοι πο­λέ­μου, αλ­λά και θύ­μα­τα χρεών, α­π’ το γνω­στό «δα­νει­σμό με εγ­γύη­ση σώ­μα­τος». (Του­λά­χι­στον τώ­ρα μας παίρ­νουν μό­νο τα δα­χτυ­λί­δια του γνω­στού ά­σμα­τος).
Ευ­τυ­χώς ήρ­θε ο Σό­λων και θέ­σπι­σε «Μέ­τρα ε­πα­νόρ­θω­σης» (σει­σάχ­θεια, α­πό το σείω που ση­μαί­νει α­φαι­ρώ και το άχ­θος=βά­ρος): έ­να εί­δος α­ξιό­πι­στου PSI, ό­χι χαλ­κευ­μέ­νου, σαν τα Έργα και τις Ημέ­ρες α­ξιω­μα­τού­χων της Τρόι­κα. (Που βρή­καν σε α­νά­γκη τον Πρε­τε­ντέ­ρη και τους άλ­λους, της α­ξιό­πι­στης δη­μο­σιο­γρα­φίας, α­νή­μπο­ρους να μι­λή­σου­ν… Για να τους ξε­μπρο­στιά­σουν).
Από την α­πο­τί­να­ξη βα­ρών ε­πί Σό­λω­να πέ­ρα­σαν 2607 χρό­νια και πολ­λά άλ­λα­ξαν έ­κτο­τε. Γι’ αυ­τό βά­λαν δυο έ­γκρι­τους νο­μι­κούς, τον Μα­νι­τά­κη και τον Ρου­πα­κιώ­τη, να τον ξα­να­φρε­σκά­ρουν. (Το νό­μο, ό­χι τον Σό­λω­να). Για να ’ρθει τρο­παιού­χος με­τά ο Τσί­πρας να ε­πα­να­φέ­ρει τη σει­σάχ­θεια. (Οι ο­μό­κε­ντροι κύ­κλοι της ι­στο­ρίας. Αλλά και η θυ­σία Κου­βέ­λη χά­ριν της Αρι­στε­ράς. Και της Προό­δου).
Κά­ποιοι δού­λοι ζού­σαν στα σπί­τια των κυ­ρίων τους ως υ­πη­ρέ­τες, άλ­λοι, δη­μό­σιοι, σή­κω­ναν (κυ­ριο­λε­κτι­κά) στις πλά­τες τους τα α­ρι­στουρ­γή­μα­τα της κλασ­σι­κής αρ­χαιό­τη­τας, άλ­λοι δού­λευαν στα χω­ρά­φια, τα ο­ρυ­χεία, τα με­ταλ­λεία της λαυ­ρεω­τι­κής, ή τα λα­το­μεία μαρ­μά­ρου στο Διό­νυ­σο και την Πε­ντέ­λη, νοι­κια­σμέ­νοι σε με­γά­λα project α­πό τον Άκτο­ρα της ε­πο­χής.
Συ­χνές οι α­να­φο­ρές του Δη­μο­σθέ­νη για τη σω­μα­τι­κή τι­μω­ρία τους –συ­νή­θως μα­στί­γω­μα. Υπήρ­χε και α­να­λο­γία με το χρη­μα­τι­κό πρό­στι­μο: μια βουρ­δου­λιά ι­σο­δυ­να­μού­σε με μία δραχ­μή. (Δεν βά­ζω ι­δέες στην Εφο­ρία. Άλλω­στε ως Έλλη­νες εί­μα­στε προ­σκολ­λη­μέ­νοι μέ­χρι της τε­λευ­ταίας ρα­νί­δος του αί­μα­τός μας στο ευ­ρώ, για το ο­ποίο «θα πέ­σου­με μέ­χρις ε­νός»). Η μαρ­τυ­ρία τους στο δι­κα­στή­ριο δεν εί­χε νο­μι­κή ι­σχύ, ε­κτός αν ή­ταν α­πόρ­ροια βα­σα­νι­στη­ρίων. Έτσι ε­ξη­γεί­ται νο­μι­κά, ι­στο­ρι­κά και πο­λι­τι­κά, ο βίος κι η πο­λι­τεία της Ασφά­λειας. Αλλά και το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα που διέ­πει ό­λους τους ε­πι­βα­ρυ­μέ­νους με κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τα υ­πουρ­γούς της.
Πέ­ρα­σε δη­λα­δή η δου­λεία, και οι συ­νέ­πειές της, στην κουλ­τού­ρα μας, έ­γι­νε φύ­ση, κυ­κλο­φο­ρεί στο DNA μας. Εξ ου και η δη­μο­τι­κό­τη­τα του Σα­μα­ρά στις πρό­σφα­τες δη­μο­σκο­πή­σεις. Άλλω­στε το «αυ­ταρ­χι­κό» –φουλ πρό­γραμ­μα–, τα παι­χνί­δια ρό­λων υ­πο­τα­γής, με την κο­πέ­λα (και τον Σα­μα­ρά) πά­ντα σε ε­νερ­γη­τι­κό ρό­λο, εί­χαν α­νέ­κα­θεν αυ­ξη­μέ­νο κο­στο­λό­γιο στα Στού­ντιο.
Οι δού­λοι μπο­ρού­σαν να κα­τα­πια­στούν με ό­λες τις κα­θη­με­ρι­νές δρα­στη­ριό­τη­τες με ε­ξαί­ρε­ση την πο­λι­τι­κή, που την ά­φη­ναν στις φι­λο­πά­τρι­δες οι­κο­γέ­νειες Μη­τσο­τά­κη, Πα­παν­δρέ­ου, Κα­ρα­μαν­λή, Βαρ­βι­τσιώ­τη κλπ. (Εί­χα­με και τρεις α­νι­ψιούς Λιά­πη, Κα­τσι­φά­ρα και Αλευ­ρά, αλ­λά μέ­χρις στιγ­μής α­γνοού­νται).
Περ­νώ­ντας τα χρό­νια μά­θα­με πως στην α­γρο­τι­κή μας πα­ρα­γω­γή, με τα σι­τη­ρά και τις στα­φί­δες προ­στέ­θη­κε και το τσι­μέ­ντο που ευ­δο­κι­μού­σε στις πό­λεις και τα χω­ριά μας. Συ­στα­τι­κό της του­ρι­στι­κής μας α­νά­πτυ­ξης. Κα­θ’ υ­πό­δει­ξη των σο­βα­ρών γρα­φειο­κρα­τών στις Βρυ­ξέλ­λες καλ­λιερ­γού­σα­με τσι­με­ντο­ρο­δά­κι­να, που δεν τρώ­γο­νταν, προ­κει­μέ­νου ν’ α­γο­ρά­ζου­με και κά­ποια ο­πω­ρο­κη­πευ­τι­κά. Μη γί­νουν κλέ­φτες κι οι Ευ­ρω­παίοι.
Κι έ­τσι ε­πα­νήλ­θα­με στους δυο βα­σι­κούς πυ­λώ­νες της οι­κο­νο­μίας μας: τον Αμε­ρι­κα­νι­κό στό­λο (με τα συ­να­κό­λου­θα: Τρού­μπα, βά­σεις, Άκτιο, Σού­δα, Νέα Μά­κρη, Ελλη­νι­κό), αλ­λά κι έ­να εύ­ρος ε­παγ­γελ­μα­τι­κής α­πα­σχό­λη­σης: σερ­βι­τό­ροι, καλ­λι­τέ­χνες κά­θε εί­δους, με­τα­φρα­στές, κα­τα­σκευα­στές κλπ. Και τις πε­τρε­λαιο­πη­γές, κα­τά το γνω­στό «Αφή­σα­με το έ­λαιο και βρή­κα­με πε­τρέ­λαιο».
Τα υ­πό­λοι­πα εί­ναι βγαλ­μέ­να μέ­σα α­πό τον ελ­λη­νι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο, δη­λα­δή μέ­σα α­π’ τη ζωή. Έτσι βρέ­θη­κε κι ο Σα­μα­ράς στο Κα­τά­ρ, μή­πως ε­ξα­σφα­λί­σει κα­νέ­να ρο­λόι, σαν αυ­τά του Βου­τσά στον ξυ­πό­λυ­το πρί­γκι­πα.
Εκτός κι αν τον έ­στει­λε ο Αλα­φού­ζος για τον Σι­σέ; Τώ­ρα που ’χα­σαν και τον Βύ­ντρα

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας
mandragoras_magazine@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων