Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Ο υπερβάλλων ζήλος...

του Θωμα Σιδερη απο το Τρενο...
act
Όταν τα πράγματα ζορίζουν και δεν αντέχεις άλλο, λες ήρθε η ώρα να τελειώνω. Το ‘χεις πει κι άλλες φορές. Όταν σε πνίγει η απόγνωση, όταν οι άλλοι σου έχουν γυρισμένη την πλάτη ή είναι απλά αλλού. Δε λέω ότι είναι εύκολο. Στην αρχή δεν το πιστεύεις. Απορείς πώς το σκέφτηκες κιόλας. Μετά το σκέφτεσαι πιο συχνά. Το “συχνά” γίνεται “κάθε στιγμή”, κι η κάθε στιγμή ένα “δεν πάει άλλο”.
Πιστεύεις ότι θα τους δώσεις ένα καλό μάθημα. Ότι θα τους φορτώσεις με τύψεις για μια ολόκληρη ζωή. Ότι θα τους φέρεις στην ίδια θέση με σένα. Και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι μπορεί τίποτα απ’ όλα αυτά να μη συμβεί. Το πιο πιθανό είναι να μη συμβεί τίποτα. Σίγουρα, δε θα συμβεί τίποτα. Αλλά εσύ την απόφαση την έχεις πάρει.
Ήταν απόβραδο Παρασκευής. Κλείδωσα το σπίτι και άφησα το κλειδί κάτω από το χαλάκι της εισόδου. Τα κλειδιά του αυτοκινήτου τα είχα στο τασάκι, πάνω στο περβάζι. Κατηφόρισα το δρόμο. Ήμουν σίγουρος ότι έβλεπα για τελευταία φορά τη γειτονιά μου. Άρχισε να ψιλοβρέχει κι αντί ν’ ανοίξω το βήμα μου, μάλλον το επιβράδυνα. Νόμιζα ότι οι σόλες μου κολλούσαν στην άσφαλτο. Ένιωθα τα πάντα γύρω μου να κινούνται και μόνο εγώ να μένω ακίνητος κάτω από τη βροχή. Είχε δυναμώσει πια.
Σταμάτησα και πήρα από ένα γωνιακό καφέ ένα διπλό καπουτσίνο. Από το περίπτερο δίπλα ένα πακέτο τσιγάρα. Ελαφριά. Χαμογέλασα με τη σκέψη ότι ακόμα και τώρα στο τέλος μπορούσα να φροντίζω τον εαυτό μου. Έστριψα δεξιά στην Ιερά Οδό και μετά από λίγο βρέθηκα στην πύλη ενός μεγάλο εργοστασίου. Νομίζω ότι κάποτε είχαμε έρθει εδώ και διαδηλώσαμε για το θάνατο κάποιου εργάτη. Ο παχύς άσπρος καπνός του ανέβαινε ψηλά και ενωνόταν με τα παχιά κιτρινωπά σύννεφα. Η αντηλιά της πόλης.
Όπως πήγα να βγάλω τα σπίρτα απ’ το σακάκι μου, ψηλάφισα το χαρτί της κατάσχεσης που μου έστειλε η τράπεζα. Δεν ήταν μεγάλο το ποσό του δανείου, ούτε είχα βάλει υποθήκη το σπίτι. Η τράπεζα όμως είχε τον τρόπο της. Έδωσα μια και πέταξα το χαρτί στα λασπόνερα. Έτρεξαν προς το μέρος μου κάτι αδέσποτα με άγριες διαθέσεις. Τα μάτια τους ήταν φλογισμένα. Κατάλαβαν γρήγορα ότι είμαι πιο απελπισμένος απ’ αυτά και μ’ άφησαν ήσυχο.
Βρέθηκα στην Ακαδημία Πλάτωνα. Κοίταξα το ρολόι ου. Ήταν περασμένες εννιά και ήδη είχε παρατραβήξει το σχοινί. Έπρεπε να τελειώνω. Ψηλάφισα το σχοινί στην εσωτερική τσέπη του παλτού μου. Το σπίτι μου το άφησα καθαρό. Δεν ήθελα οι δικαστικοί επιμελητές να νομίζουν πως είμαι κανένας ανεπρόκοπος και ανοικοκύρευτος. Αν τους κόβει λιγάκι, θα γλιτώσουν και τα έξοδα κλειδαρά. Λίγο να παραμερίσουν το χαλάκι.
Λίγο πριν τελειώσουν όλα, βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω -ζωντανός και με χειροπέδες- σ’ ένα περιπολικό. Έγινα -λέει- αντιληπτός από ένα ζευγαράκι σε παρακείμενο όχημα -που ομολογουμένως δεν το είχα αντιληφθεί- και ειδοποίησαν με τρόπο την αστυνομία για να με αποτρέψουν από το απονενοημένο διάβημα. Εκεί που μια ολόκληρη ζωή περνούσα από όλους και από όλα απαρατήρητος, έγινα αντιληπτός την ύστατη στιγμή.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας -σκέτο λαγωνικό- ανακάλυψε ότι πριν από τριάντα χρόνια -όταν δηλαδή ήμουν στην ηλικία του Χριστού- χρωστούσα στο ελληνικό δημόσιο 17.000 δραχμές, ήτοι πενήντα ευρώ και κάτι ψιλά με τις προσαυξήσεις. Ούτε κι αυτός ήξερε πού και γιατί τα χρωστούσα. “Μπορεί κάποια κλήση της τροχαίας, ίσως το ΙΚΑ όταν έχτιζες το σπίτι”. Ποιο σπίτι; Αυτό το σπίτι δεν είναι πια δικό μου. Τελικά, ποτέ δεν ξεχρεώνεις. Πάντα κάτι χρωστάς στους άλλους. Με έκλεισε στο κρατητήριο όλη τη νύχτα. Με τον Μαχμούντ και τον Ανάς, ύστερα από μια επιχείρηση “σκούπα” και με τρεις ακόμα ποινικούς -Έλληνες και οι τρεις- που τους είχαν ξεχασμένους εδώ και μήνες, γιατί δεν έχουν πού αλλού να τους πάνε, επειδή οι φυλακές είναι γεμάτες.
Το πρωί με οδήγησαν στον Εισαγγελέα Υπηρεσίας. Όχι γιατί προσπάθησα να πεθάνω, ούτε γιατί δεν πέθανα. Αλλά γιατί πήγα να πεθάνω, ενώ χρωστούσα στο ελληνικό κράτος πενήντα ευρώ και κάτι ψιλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων