Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Κράτος, Εκκλησία και φόροι...

της Σίας Αναγνωστοπούλου, απο τα Ενθεματα...
Η πρόταση για τον εκκλησιαστικό φόρο, που διατύπωσε ο Τάσος Κουράκης, μπορεί να δώσει το έναυσμα για έναν ουσιαστικό διάλογο, όπου θα αναδιατυπωθούν μείζονα ερωτήματα, όπως το πολιτικό, ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και εθνικό περιεχόμενο του ελληνικού εκσυγχρονισμού που διεκδικείται σήμερα. Μόνο έτσι τέτοιες προτάσεις αποκτούν το πλήρες νόημά τους. Έτσι, μια ιστορική περιήγηση στις σχέσεις πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας μάς δείχνει ότι το ζητούμενο δεν είναι τόσο η διατύπωση μιας  νέας μεταρρυθμιστικής πρότασης, αλλά η ένταξή της σε μια άλλη θεώρηση των σχέσεων κράτους-κοινωνίας, επομένως και κράτους-Εκκλησίας.
Στις Αυτοκρατορίες, όπως λ.χ. η Οθωμανική, οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την εξουσία, μέχρι τον 19ο αιώνα, συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής αντίληψης περί εξουσίας. Το πρόσωπο και το σπαθί του σουλτάνου  όριζε κατ’ αποκλειστικότητα τις σχέσεις εξουσίας-κοινωνίας: από τον σουλτάνο αντλούσε η θρησκευτική εξουσία το προνόμιο άσκησης εξουσίας επί των Ορθοδόξων, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της υποταγής τους στον σουλτάνο. Στο προνόμιο άσκησης εξουσίας συμπεριλαμβανόταν και η φορολόγηση των Ορθοδόξων από την ιεραρχία, και μάλιστα με την ενεργό συμπαράσταση του οθωμανικού κράτους, αξιωματούχοι του οποίου βοηθούσαν τους ιεράρχες στην απόσπαση  των φόρων. Αυτό το σύστημα συνέβαλε, με τα χρόνια, στην αυθαίρετη σκληρή φορολόγηση του ποιμνίου και στον πλουτισμό των ιεραρχών, καθώς και στη διαπλοκή της ιεραρχίας με τους πλούσιους Ορθόδοξους (Φαναριώτες), αλλά και τους υψηλά ιστάμενους οθωμανούς αξιωματούχους.
Τον 19ο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις εκδυτικισμού (το γνωστό «Τανζιμάτ»), με τις οποίες τέθηκε το ζήτημα του εκσυγχρονισμού του κράτους και της διαμόρφωσης νεωτερικών σχέσεων εξουσίας-κοινωνίας. Στο πλαίσιό τους, προτάθηκε η ένταξη της ορθόδοξης ιεραρχίας –και όχι μόνο– στο «ενιαίο οθωμανικό δημοσιοϋπαλληλικό μισθολόγιο». Η ιεραρχία τελικά δεν εντάχθηκε ποτέ, γιατί ο οθωμανικός εκσυγχρονισμός ήταν αντιφατικός και κυρίως αυταρχικός: αντί να αλλάξουν οι συσχετισμοί εξουσίας και να περιθωριοποιηθούν οι παραδοσιακοί αυταρχικοί θεσμοί άσκησης εξουσίας, εκσυγχρονίστηκαν ακριβώς αυτοί. Έτσι, το προνόμιο άσκησης εξουσίας της ορθόδοξης ιεραρχίας επί του ποιμνίου μεταρρυθμίστηκε σε θεσμοθετημένο ρόλο εξουσίας επί ενός εθνοθρησκευτικού «λαού» (του ελληνορθόδοξου μιλλέτ), μεταρρύθμιση που προέκυψε από την αμοιβαιότητα των αναγκών του σουλτάνου και της ιεραρχίας. Ο σουλτάνος εγγυόταν τη θεσμική κατοχύρωση της εξουσίας της ιεραρχίας επί ενός «λαού» που αμφισβητούσε πλέον την εκκλησιαστική ηγεμονία, και η ιεραρχία εγγυόταν τη χωρίς αντιστάσεις εφαρμογή του οθωμανικού εκσυγχρονισμού στον «λαό» του, ο οποίος αμφισβητούσε επίσης τον οθωμανικό εκσυγχρονισμό. Η ανάδειξη λοιπόν της ιεραρχίας –εκ παραλλήλου με την πολιτική εξουσία– σε φορέα εκσυγχρονισμού του ελληνορθόδοξου «λαού» αποτελεί, ιστορικά, προϊόν του αυταρχικού οθωμανικού εκσυγχρονισμού.
Την ίδια εποχή, σχεδόν μαζί με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ιδρύεται και η  ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης Εκκλησία της Ελλάδος. Η ίδρυσή της –απότοκο της ελληνικής Επανάστασης– αποτέλεσε  πεδίο σκληρής πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, στο οποίο αναδείχθηκαν όλα τα μείζονα προβλήματα της εποχής: σχέσεις έθνους-θρησκείας, κράτους-Εκκλησίας, σύγκρουση παλαιών και νέων εξουσιών για τον ορισμό και τον έλεγχο του δημόσιου χώρου. Η ίδρυση μιας εθνικής Εκκλησίας υπό τον έλεγχο του κράτους σηματοδότησε πρωτίστως την ανάγκη για την απόλυτη ηγεμονία της πολιτικής εξουσίας απέναντι στη θρησκευτική, ως προς  τον προσδιορισμό του δημόσιου χώρου αλλά και του νέου υπό συγκρότηση «εμείς». Κι ενώ το επόμενο βήμα σε αυτή την επαναστατική διαδικασία θα ήταν το ουδετερόθρησκο κράτος και ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας (παράδειγμα η Γαλλία), η ελληνική νεωτερικότητα λοξοδρόμησε στον δρόμο της Μεγάλης Ιδέας. Το ελληνικό έθνος ανασυγκροτήθηκε ως ένα νέο, εντός και εκτός συνόρων, ελληνορθόδοξο Γένος, για την ιστορική νομιμοποίηση του οποίου χρειάστηκε η ταύτιση θρησκείας-έθνους και η ανάδειξη δύο πόλων εξουσίας σε πλήρη αμοιβαιότητα μεταξύ τους: του ελληνικού κράτους ως πολιτικού φορέα και εγγυητή του ελληνικού έθνους συγχρονικά, και του Πατριαρχείου ή/και της Εκκλησίας της Ελλάδος ως πνευματικού, ιστορικού φορέα και εγγυητή του Γένους. Η ταύτιση κράτους-Εκκλησίας λοιπόν, ως δίπολου εξουσίας του ελληνικού Γένους, είναι προϊόν της εποχής του μεγαλοϊδεατισμού.
Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας έπρεπε να σημάνει και το τέλος του ελληνορθόδοξου Γένους, επομένως και τον χωρισμό κράτους-Εκκλησίας. Ωστόσο, η αναπαραγωγή της αντίληψης του Γένους αποδείχθηκε ιδιαίτερα ωφέλιμη τις εποχές κατά τις οποίες ένας βίαιος, αυταρχικός και αντιδημοκρατικός εκσυγχρονισμός απαιτούσε την ύπαρξη ενός αταξικού, ομοιογενούς πολιτικά και ιδεολογικά «εμείς», εθνοθρησκευτικά προσδιορισμένου και όχι πολιτικά, ώστε να εξασφαλίζεται η υποταγή του στον εκσυγχρονισμό των ελίτ. Στην ταύτιση έθνους-θρησκείας ενυπάρχει η έννοια της υποταγής, ενός πολιτισμικά, και όχι πολιτικά, οριζόμενου «εμείς». Το ελληνικό κράτος δεν προχώρησε στον χωρισμό κράτους-Εκκλησίας ούτε στη μεταπολίτευση. Το πολιτικό κόστος ήταν μεγάλο: η κοινωνία είχε γαλουχηθεί με την αντίληψη του Γένους, ενώ η αμοιβαιότητα πολιτικής εξουσίας και Εκκλησίας εξασφάλιζε στην μεν πολιτική εξουσία μια μεγάλη και σίγουρη –ελέω Θεού– πελατεία και στην Εκκλησία την –ελέω πολιτικής εξουσίας, αλλά με όρους ομηρίας γι’ αυτήν– κυριαρχία στον εθνοθρησκευτικά οριζόμενο δημόσιο χώρο.
Στη φάση που διανύουμε, οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας αλλά και το μείζον ζήτημα του εκσυγχρονισμού προϋποθέτουν την εκ νέου πολιτική, ιδεολογική, ταξική ανασυγκρότηση των σχέσεων κράτους-κοινωνίας. Όλες οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις θα έχουν πολιτικό νόημα, αν και εφόσον αναπροσδιορίζουν πολιτικά το «εμείς» στο πλαίσιο ενός πραγματικά ουδετερόθρησκου κράτους. Διαφορετικά, οδηγούν στη δημιουργία προνομιακών και ημιθεσμικών σχέσεων πολιτικής εξουσίας-ιεραρχών, διαμορφώνοντας τους όρους για τη συγκρότηση ενός προνομιακού «εμείς», από το οποίο θα αποκλείονται άλλες, μη ορθόδοξες, κοινωνικές δυνάμεις. Στη χώρα μας υπάρχει μια ιδιομορφία: προσπαθούμε να απαντήσουμε στα νέα ερωτήματα που θέτει η εποχή, αφήνοντας αναπάντητα όλα τα ενδιάμεσα, αυτά που έπρεπε να έχουν απαντηθεί προκειμένου να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε στα νέα. Κατά τα λοιπά… ζήτω ο ασυγχρόνιστος εκσυγχρονισμός!
Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 Εικονα:
Οι κτήτορες της Μονής Διονυσίου, Νήφων ο Β΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και ο βοεβόδας της Βλαχίας Νεαγόκε Μπασαράμπ. Φορητή εικόνα της Μονής Διονυσίου, Άγιον Όρος,16ος αιώνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων