Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Τα διπλά γυαλιά...

ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, απο την Αυγη...
Οι διανοούμενοι, και μιλώ γι’ αυτούς που ασχολούνται με την πολιτική, είναι ιδιόρρυθμα άτομα. Μοιάζουν μ’ εκείνους τους φιλόσοφους του μεσαίωνα που αναφέρονταν στη διπλή αλήθεια: veritas secundum fidem et veritas secundum rationem (αλήθεια σύμφωνα με την πίστη και αλήθεια σύμφωνα με τη λογική). Και δεν ήταν υποκρισία.
Και δεν είναι υποκρισία ούτε και σήμερα. Είναι, αντίθετα, ένας κάποιος τρόπος σκέψης που κάνει συμβατούς, και στον ίδιο βαθμό λειτουργικούς, δύο τρόπους να παρατηρείς τα πράγματα. Και καλή τη πίστη και στις δύο περιπτώσεις. Πότε κοιτώντας από μακριά και πότε ενεργοποιώντας μια πιο φυσιολογική όραση. Όπως όταν χρησιμοποιείς διπλά γυαλιά: αρκεί να μετατοπίσεις το βλέμμα σου για ν’ αλλάξεις το οπτικό σου πεδίο.
Αυτός ο τρόπος να κοιτάς τα γεγονότα, έχει στην πολιτική μια δική του σημασία. Γιατί εξοικειώνεσαι σε μια γενική άποψη για την αλήθεια και την ιστορία, προσανατολισμένη προς μια ορισμένη κατεύθυνση, προς το μέλλον του κόσμου. Μια τέτοια αντίληψη μεταφράζεται σε μια προοδευτική, αισιόδοξη άποψη, σε μια αναμονή μεσσιανικού τύπου: αν και όλα σου λένε όχι, το μέλλον είναι εκεί, ακριβώς πίσω από τον ορίζοντα, και απλησίαστο.
Εδώ και καιρό με απασχολεί ένα πρόβλημα που θα το έλεγα θεολογικό, όχι για θρησκευτικούς λόγους, που μου είναι τελείως ξένοι, αλλά για λόγους καθαρά ψυχολογικούς. Αφορά τις θεολογικές αρετές, έτσι όπως μιλά γι’ αυτές ο απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του (ΧΙΙΙ,13). Με ενδιέφερε να καταλάβω με ποιο τρόπο τρυπώνει η ελπίδα ανάμεσα στην πίστη και την αγάπη: που για κάποιον σαν εμένα, άπειρο στα θεολογικά, φαίνεται περισσότερο ατομικιστικό, βέβηλο και, εν πάση περιπτώσει, λιγότερο θεολογικό. Αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι τίποτε άλλο από την αισιοδοξία. Αισιοδοξία για όλα. Για μας τους ίδιους, για την ανθρωπότητα και τον κόσμο.
Ακριβώς: μ’ αυτά τα διπλά γυαλιά είναι δυνατόν να βλέπεις μακριά, με αισιοδοξία. Χωρίς να χάνεις τη δυνατότητα να χαμηλώνεις, όταν θες, το βλέμμα πάνω στην κοντινή πραγματικότητα, κατά κάποιο τρόπο στην πιο αληθινή πραγματικότητα, την πιο προσιτή στον καθένα από μας.
Βέβαια, αυτοί που καλή ή κακή τη πίστη ονομάζονται προοδευτικοί διανοούμενοι της αριστεράς, για πολλά χρόνια ζήσανε μ’ αυτά τα διπλά γυαλιά. Πιστοί σε μια επιλογή που ποτέ δεν εγκαταλείψανε: ακόμη κι όταν πολλά πράγματα πήγαιναν άσχημα. Στο κάτω-κάτω, τι περιμένανε; Πριν από λιγότερο από έναν αιώνα, στις στέπες της Ρωσίας ζούσαν δουλοπάροικοι, κι αυτοί οι άνθρωποι άλλαξαν τα πάντα, χωρίς την επίδραση της βιομηχανικής επανάστασης. Όλα προχώρησαν αντίστροφα προς εκείνα που είχαν προβλέψει οι προφήτες του σοσιαλισμού. Δεν ήταν η σοσιαλιστική επανάσταση στις βιομηχανοποιημένες χώρες με την αστική εξουσία, αλλά σε μια χώρα αγροτών. Έπρεπε να δώσουν λοιπόν πίστωση χρόνου. Μια δικτατορία βέβαια, όμως μια δικτατορία του προλεταριάτου και όχι μιας κάστας γραφειοκρατών.
Σε απλουστευτικό επίπεδο, υπήρχε και μια ακριβής ένδειξη. Η άρχουσα τάξη της χώρας μας, για παράδειγμα, είναι προσκολλημένη στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων ισχυρών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που φαίνονται προηγμένες χώρες, που εκμεταλλεύονται τους άλλους λαούς και με τον τρόπο τους διαιωνίζουν αποικιοκρατικές σχέσεις. Γι’ αυτό, αν και ήταν γνωστό πως, χαμηλώνοντας το βλέμμα προς το σοσιαλιστικό γίγνεσθαι, θα βλέπαμε πράγματα που ενοχλούσαν, ήταν πολύ καλύτερα να προσπεράσουμε, να σηκώσουμε τα μάτια εν αναμονή της εξάπλωσης του σοσιαλισμού στον κόσμο ολόκληρο. Οι αριστεροί διανοούμενοι έτσι έζησαν αυτά τα χρόνια και πρέπει να πω καθόλου ευχάριστα, γιατί αναγκάστηκαν να καταπιούν πολλά. Και κάθε δύο, τρία χρόνια, κάτι το δυσάρεστο συνέβαινε, συνήθως όταν είχαμε εκλογές. Τι μπορούν να μετρήσουν όμως οι εκλογές στη χώρα μας, μπροστά στο μέλλον της ανθρωπότητας; Στο μέλλον που, σιγά-σιγά, έπρεπε να μας οδηγήσει στο σοσιαλισμό;
Ο ενθουσιασμός των προοδευτικών διανοουμένων της αριστεράς, με τον καιρό έσβηνε. Αλλά η δεύτερη θεολογική αρετή, η ελπίδα, έμενε ζωντανή. Σήκωναν τα μάτια πάνω από τον δεύτερο φακό, κοιτώντας το μέλλον. Έτσι, συνήθισαν σ’ αυτή τη διπλή όραση, και δεν ήταν υποκρισία. Ή αν ήταν κατά κάποιον τρόπο, ήταν ιδιαίτερου είδους, θα έλεγα επαγγελματική: ακριβώς διανοουμένων, που μελετούν την ιστορία και βλέπουν τα γεγονότα έξω από την επικαιρότητα, απόμακρα και ενταγμένα στη ροή των αιώνων και των χιλιετιών, δίχως την αγωνία της αμεσότητας. Και γιατί άμεσα εξασκούν μια τριτογενή δραστηριότητα: ανήκοντας σε μια παρασιτική τάξη, οπωσδήποτε χρήσιμη, που ζει βασιζόμενη στην εργασία των μοναδικών παραγωγών αγαθών, δηλαδή των εργαζομένων με τη στενή έννοια.
Έμειναν φυσικά στη θέση τους, ποιος λίγο πιο μπροστά ποιος λίγο πιο πίσω, μια στρατιά ξεστρατισμένων: που δεν θέλουν να αποστατήσουν και που -αν και οι φακοί θάμπωσαν- εξακολουθούν να χρησιμοποιούν αυτά τα διπλά γυαλιά.
Οι παραπάνω συλλογισμοί ισχύουν μόνο γι’ αυτή την περίεργη κατηγορία στην οποία κι εγώ, κάπως, ανήκω. Προσωπικά πιστεύω πως δεν ξεγέλασα ποτέ κανέναν. Τα διπλά γυαλιά τα χρησιμοποίησα, μα για τον εαυτό μου, για να καθησυχάσω τη συνείδησή μου, αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα, διατηρώντας στην καρδιά μου το δεύτερο αγαθό για το οποίο μιλά ο απόστολος Παύλος και αισθανόμενος την ανάγκη του, την ελπίδα.
Βέβαια, όλα αυτά είναι καλά γι’ αυτούς που εξακολουθούμε να ονομάζουμε διανοούμενους. Η εργατική τάξη όμως; Οι πραγματικοί εργαζόμενοι; Και δεν αναφέρομαι στους νεώτερους αλλά στους παλιούς, που έχουν μνήμη και που πίστεψαν στα ιδανικά τους και που ξαφνικά τους είπαν: «Μας συγχωρείτε, λάθος».
Πρέπει να πω πως με δυσκολία συγκρατώ τα δάκρυά μου. Όχι για μένα, που όλα αυτά λίγο πολύ τα ήξερα. Αλλά για τον γέρο εργάτη που, αν δεν πέθανε ακόμη, είναι σχεδόν παροπλισμένος, κυρτωμένος από τα βάρη της ζωής. Όχι όπως εγώ, που περνώ τις μέρες μου στην έδρα ή στην πολυθρόνα στο γραφείο μου, κάνοντας πάντα εκείνα, και μόνον εκείνα που μου αρέσουν, στην κοινωνία των αστικών ελευθεριών. Αυτός, ο εργάτης, δεν είχε μαζί του τα διπλά γυαλιά μου. Κράτησε πάντα μία και μοναδική όραση και τώρα πρέπει να αισθάνεται βαθιά προδομένος. Προδομένος από ποιον, ούτε αυτός ξέρει.
Φυσικά μπορούμε να δώσουμε πολλές εξηγήσεις. Όμως πώς θα επιβάλουμε σ’ έναν άνθρωπο να διαγράψει ολόκληρη τη ζωή του; Από ποιον θα πάρουν απαντήσεις και διαβεβαιώσεις για ν’ αναπτύξουν κάτι καινούργιο, διαφορετικό και σύγχρονο; Η μάζα των εργαζομένων μπορεί να αποφύγει την απόκλιση μόνον παραμένοντας ενωμένη στην επιθυμία -και την αποφασιστικότητά της- για δικαιοσύνη και αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, κοιτώντας πέρα απ’ το παρόν, στέλνοντας το βλέμμα της μακριά, δίχως τα διπλά γυαλιά μας.

Ο Φοίβος Γκικόπουλος διδάσκει Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων