Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

καλύτερα δειλός...

το βυτιο...

Βγαίνει απ’ το συρμό και είναι όλα ξεκάθαρα. Το έχει αποφασίσει. Εδώ και τέσσερις σταθμούς του έχει σφηνωθεί στο μυαλό και τώρα ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες, νιώθει πως το έχει αποφασίσει.
Φτάνει σπίτι, αφού έκανε μια μικρή στάση στο φαρμακείο για το υπνωτικό. Ανοίγει την πόρτα, καλησπερίζει δυνατά και αόριστα, βγάζει τα παπούτσια, αλλάζει το παντελόνι, φοράει τη φόρμα του και μπαίνει στην κουζίνα. Μια σκιά πλησιάζει από πίσω, την ώρα που αυτός ανοίγει το ψυγείο. Του δίνει ένα πεταχτό φιλί στο δεξί μάγουλο και βγαίνει πάλι απ’ το δωμάτιο. «Θες κάτι; Να βάλω ένα χυμό;» τη ρωτάει. «Βάλε, ναι».
Ρίχνει το υπνωτικό, δίνει το ποτήρι, αγγίζει τα μαλλιά υποδυόμενος ότι τα χαϊδεύει, ακούει τα λόγια, τη βλέπει να χαμηλώνει τα βλέφαρα, τη βλέπει να κοιμάται.
Την αφήνει στην κρεβατοκάμαρα. Δένει αργά και προσεχτικά τα χέρια και τα πόδια της. Τη βλέπει να κοιμάται. Αγγίζει το μέτωπό της υποδυόμενος ότι το χαϊδεύει.
Ανοίγει την ντουλάπα, φοράει το καινούριο παντελόνι, το αγαπημένο λευκό πουκάμισο, τα βολικά παπούτσια. Πλένει τα δόντια του, βάζει ξανά αποσμητικό και κατευθύνεται με αποφασιστικά βήματα προς το γραφείο. Ανοίγει τον υπολογιστή.
Η ιδέα του είχε καρφωθεί από το πρωί. Έτσι ξαφνικά και δίχως συγκεκριμένη αφορμή ή σκέψη. Δουλεύοντας πίσω απ’ την οθόνη, ακούγοντας ειδήσεις στο ραδιόφωνο, περπατώντας στη Σοφοκλέους, στέκοντας στην ουρά στο τυροπιτάδικο, βάζοντας τους κωδικούς στο τάξις, τσεκάροντας τα μένσιονς. Η ιδέα του είχε καρφωθεί όταν άκουγε εκείνο το στίχο που έλεγε «λες και δεν πάει η ζωή μας παρακάτω».
Το είχε αποφασίσει, έτσι απλά όπως αποφασίζεις να πας απ’ τις σκάλες κι όχι απ’ το ασανσέρ. Θα εξαφάνιζε τον εαυτό του. Θα καταργούσε την ύπαρξή του. Δεν θα τον ήξερε πια κανείς. Δεν θα τον ρωτούσε κανείς τίποτα. Δε θα περίμενε κανείς τίποτα. Δε θα έπρεπε να απολογηθεί για τίποτα.
Εξαφάνιση σημαίνει κανένα ίχνος. Καμία λέξη, κανένα τουίτ, κανένας φίλος – εικονικός ή σάρκινος. Κανένα επώνυμο και κανένα άβαταρ.
Άρχισε να σβήνει. Mail, λογαριασμούς σε κοινωνικά δίκτυα, παλιά βλογς, παλιά σχόλια εδώ κι εκεί, παλιά ιδιόχειρα σημειώματα, πρόσφατες φωτογραφίες.
Του πήρε ώρα, ήταν δύσκολο, κάποιες φορές ήταν σχεδόν αδύνατο. Απενεργοποίηση, σβήσιμο, διαγραφή. Σιφτ και ντιλίτ πατημένα, πιάστηκαν τα δάχτυλά του.
Όταν τέλειωσε ή μάλλον όταν έκανε όσα μπόρεσε να κάνει, πήγε ξανά στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνη κοιμόταν δεμένη. Πλησιάζει, αγγίζει τον θώρακα, υποδυόμενος ότι τον χαϊδεύει, αγγίζει το στόμα, υποδυόμενος ότι το χαϊδεύει, αγγίζει το μάγουλο, υποδυόμενο ότι το χαϊδεύει. Τοποθετεί απαλά, σχεδόν ευγενικά τα δυο του χέρια στο λαιμό της. Κοιτάζει τα δάχτυλά του να προσαρμόζονται στο λαιμό της. Μένει σ’ αυτή τη στάση για τρία τέσσερα λεπτά.
Τελικά, δεν μπορεί να την πνίξει. Μπορεί μόνο να υποδυθεί ότι θα την πνίξει.
Γδύνεται, ανοίγει την ντουλάπα, διπλώνει το καινούριο παντελόνι, τοποθετεί στην κρεμάστρα το αγαπημένο λευκό πουκάμισο, βάζει στο κουτί τα βολικά παπούτσια.
Κάθεται στο κρεβάτι, δίπλα της. Χαϊδεύει το θώρακα, χαϊδεύει το στόμα, χαϊδεύει το μάγουλο, χαϊδεύει απαλά το λαιμό. Λύνει τους κόμπους στα χέρια και τα πόδια. Πιάνει τους καρπούς της. Σκύβει και φιλάει τους αστραγάλους της. Ακουμπάει το μέτωπό του στα δάχτυλα των ποδιών της. Τραβάει την πικέ κουβέρτα και τη σκεπάζει.
Πηγαίνει στο γραφείο, ανοίγει τον υπολογιστή. Συντάσσει ένα έξυπνο και σχετικά απελπισμένο σχόλιο.
Λίγο καφέ, ένα δυο τσιγάρα, καμιά βραδινή κουβέντα και θα μ’ αντέξω και σήμερα, σκέφτεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων