Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Η «εσωτερική υποτίμηση» και η υποτίμηση της νοημοσύνης μας...

Red NoteBook...

Του Γαβριήλ Σακελλαρίδη


Οι αριστεροί οικονομολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η οικονομική επιστήμη δεν έχει καμία σχέση με τις θετικές επιστήμες, δηλαδή η σχέση αιτίας-αποτελέσματος δεν αποτελεί μία σχέση προκαθορισμένη με βάση κάποιους σιδερένιους νόμους, όπως τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον φυσικό κόσμο. Στην ανάλυση των οικονομικών φαινομένων υπεισέρχονται κοινωνικοί παράγοντες που είναι πάντοτε δύσκολο να προβλεφθούν, αφού σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στην κοινωνία. Η θεμελίωση της οικονομικής ως θετικής επιστήμης από τον Μίλτον Φρίντμαν, στην ουσία αποσκοπούσε στην αποκοπή του οικονομικού από το πολιτικό, κάτι το οποίο στις μέρες μας τείνει να θεσμοποιηθεί σε κάθε πεδίο άσκησης οικονομικής πολιτικής.

Στον καιρό το Μνημονίου, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ οικονομίας και πολιτικής έχουν καταρρεύσει. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πώς μέσα σε μία περίοδο κρίσης αποκαλύπτονται όλα τα μυστικά της κυρίαρχης ιδεολογίας, τα οποία στις περιόδους κανονικότητας χρησιμεύουν ως περιτύλιγμα για να αποκρύψουν τις πραγματικές σχέσεις και να ενισχύσουν την ίδια την κυρίαρχη ιδεολογία. Στην κρίση, λοιπόν, ο «βασιλιάς είναι γυμνός», και επομένως πιο ευάλωτος, ταυτόχρονα όμως και πιο επικίνδυνος.

Έχω την εντύπωση ότι η φιλολογία περί εσωτερικής υποτίμησης, ως το βασικό συστατικό γύρω από το οποίο οικοδομείται το «νέο παραγωγικό μοντέλο» της Ελλάδας, αποτελεί στους καιρούς του μνημονίου την πλέον αποκαλυπτική  ιστορία για το πώς το συμφέρον της μιας κοινωνικής τάξης είναι ανταγωνιστικό σε σχέση με αυτό μιας άλλης.

Το βασικό επιχείρημα ξετυλίγεται ως εξής:

Μία χώρα όμως όπως η Ελλάδα, που συμμετέχει στην ΟΝΕ και έχει ως νόμισμα το ευρώ, έχει χάσει τη δυνατότητα να υποτιμήσει τη συναλλαγματική της ισοτιμία για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Η ισοτιμία της δραχμής ως προς το ευρώ «κλείδωσε» και πλέον η αξία του ευρώ καθορίζεται στο επίπεδο της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επομένως, πώς μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα μιας τέτοιας οικονομίας; Μέσω της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής που θα δημιουργήσει συνθήκες ύφεσης στην οικονομία. Η ύφεση θα αυξήσει τα ποσοστά ανεργίας, θα μειώσει τους ονομαστικούς μισθούς, θα περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις, ενώ παράλληλα η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία θα παραμείνει σταθερή. Κλειδί σε αυτή την συνταγή είναι η επιτηδευμένη υφεσιακή πολιτική που θα βελτιώσει τους όρους εμπορίου της οικονομίας, θα δώσει ώθηση στις εξαγωγές και θα συγκρατήσει τις εισαγωγές. Η συγκράτηση των μισθών στο σύνολο της οικονομίας μπορεί να επιτευχθεί, βέβαια, και μέσω μιας άλλης οδού. Αυτής της μείωσης των μισθών του δημόσιου τομέα, η οποία θα παίξει τον ρόλο του «σήματος» στις συλλογικές διαπραγματεύσεις εργαζομένων-εργοδοτών για αντίστοιχες μειώσεις στον ιδιωτικό τομέα.

Αυτή είναι η λογική του μηχανισμού της εσωτερικής υποτίμησης. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ο παραλογισμός αυτού του μηχανισμού.

Κάτι τέτοιο δεν εφαρμόζεται διεθνώς για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Έχει εφαρμοστεί σε πολλές χώρες– χώρες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, μεγέθη και προβλήματα-, από την Αργεντινή την περίοδο 1998-2001 μέχρι την Λετονία και την Εσθονία πιο πρόσφατα. Τα αποτελέσματα από αυτές τις εμπειρίες είναι γνωστά και έχουν περιγραφεί πολλές φορές. Όμως, ενώ είχε μια σημασία να αναφερόμαστε στη διεθνή εμπειρία για να καταδείξουμε ότι αυτό το μοντέλο δεν λειτουργεί, δύο χρόνια μετά την επιβολή του Μνημονίου στην χώρα μας, η Ελλάδα αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγμα του παραλογισμού της εσωτερικής υποτίμησης. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είναι πλέον γνωστά και στους πλέον αδαείς περί τα οικονομικά, ότι οι μισθοί έχουν καταρρεύσει, οι δημόσιες δαπάνες έχουν συρρικνωθεί, η ύφεση θα έχει φτάσει σωρευτικά στο -20% του ΑΕΠ στο τέλος του 2012 (από το 2008), ενώ η πραγματική ανεργία ξεπερνάει το 23-24%. Όμως, φως στο τούνελ της «αναζήτησης της ανάπτυξης» δεν έχουμε δει ακόμη...

Το μοντέλο της εσωτερικής υποτίμησης είναι ταυτόσημο με την πιο πρόδηλη έκφραση της ταξικής πάλης, αφού συνεπάγεται θυσίες για τους εργαζομένους και οφέλη για το κεφάλαιο. Η παρουσίαση του μοντέλου αυτού σε κάποιον που ενημερώνεται από την «Καθημερινή» και το «ΣΚΑΪ» αποσιωπά την παραπάνω πολύ σημαντική πτυχή, που δεν είναι άλλη από τη διανομή του εισοδήματος. Μία μείωση της εγχώριας ζήτησης περνάει μέσα από την μείωση των μισθών που συντελούν στην μείωση της κατανάλωσης (η μεγαλύτερη δαπάνη της συνολικής ζήτησης). Μια τέτοια μείωση των μισθών έχει προφανώς αντίκτυπο στην ευημερία των εργαζομένων. Η τρόικα ισχυρίζεται πως αυτή η μείωση της εγχώριας ζήτησης θα αντισταθμιστεί από την αύξηση της διεθνούς ζήτησης για εξαγωγές. Οι εξαγωγές αυτές, όμως, δεν θα αποζημιώσουν αυτούς που στην πραγματικότητα πλήττονται από την μείωση της εγχώριας ζήτησης (μέσω της μείωσης των μισθών και της κατανάλωσης). Θα αποζημιώσουν αυτούς που στην πραγματικότητα επωφελούνται από την μείωση των μισθών, δηλαδή το εξαγωγικό κεφάλαιο. Με αυτό τον τρόπο αποκρύπτεται ποιοι ζημιώνονται και ποιοι επωφελούνται από τις πολιτικές του Μνημονίου. Αυτό το επιχείρημα περί της «οικουμενικής τάξης των καπιταλιστών», που πρέπει πάντα να επωφελείται για να δουν οι εργαζόμενοι κάποια στιγμή μια άσπρη μέρα, αποδομείται εξαιρετικά από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο σε πρόσφατο άρθρο του.

Όμως ο παραλογισμός της εσωτερικής υποτίμησης έχει και μια άλλη παράμετρο. Για να αυξηθούν οι εξαγωγές και να δημιουργηθεί τόνωση της εξαγωγικής δραστηριότητας, δεν αρκεί να μειωθούν οι μισθοί: πρέπει να μειωθούν επίσης οι τιμές των προϊόντων. Η ζήτηση στο εξωτερικό για τα ελληνικά προϊόντα θα αυξηθεί αν αυτά γίνουν πιο φθηνά στις διεθνείς αγορές και όχι αν οι εργαζόμενοι είναι πιο κακοπληρωμένοι. Επομένως εδώ έχουμε ένα λογικό άλμα από την πλευρά του μνημονιακού μπλοκ, που υποστηρίζει μεν την μείωση των μισθών, αλλά όταν η συζήτηση μεταφέρεται στις τιμές των προϊόντων, κυριολεκτικά σφυρίζει αδιάφορα. Το παραπάνω επιχείρημα το είχε διατυπώσει πολύ πειστικά ο Ηλίας Ιωακείμογλου σε ένα παλαιότερο άρθρο του στην «Αυγή».

Με δεδομένη την αναντιστοιχία μεταξύ τιμών και μισθών, το βασικό επιχείρημα της εσωτερικής υποτίμησης έχει αρχίζει να κλονίζεται. Οι μισθοί έχουν μεν κατακρημνηστεί, αλλά η ακρίβεια συνεχίζει την ανοδική της πορεία μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Όμως στην υπερασπιστική γραμμή του Μνημονίου δεν υπάρχουν αδιέξοδα, και από θέση άμυνας, το μνημονιακό μπλοκ περνάει στην αντεπίθεση! Πώς το κάνει αυτό;

Σε πρόσφατο τεύχος του Εβδομαδιαίου Δελτίου της Alpha Bank διατυπώνεται η εξής πρωτότυπη και –ταυτόχρονα εξοργιστική- άποψη: Το γεγονός ότι οι τιμές δεν μειώνονται δεν σημαίνει ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποτύχει, αφού σύμφωνα με το θεωρητικό μοντέλο που χρησιμοποιεί η τράπεζα, δεν προβλεπόταν μείωση των τιμών μετά την μείωση των μισθών. Αντίθετα, οι τιμές θα παρέμεναν σταθερές και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις θα αύξαναν τα κέρδη τους με αυτό τον τρόπο. Ακολούθως, έχοντας αυξήσει τα κέρδη τους, θα προχωρούσαν σε περισσότερες επενδύσεις με αποτέλεσμα να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα.

Πιο απροκάλυπτα ταξικό επιχείρημα δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί, αφού στην ουσία πρόκειται καθαρά για την εφαρμογή της λαϊκής ρήσης «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος».Το μοντέλο που προτείνει η τρόικα μέσω του Μνημονίου είναι χωρίς αμφισβήτηση το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ για τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Η υποτίμηση της νοημοσύνης των ψηφοφόρων είναι αναγκαία συνθήκη για να πετύχει ο παραλογισμός της εσωτερικής υποτίμησης.

Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων