Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Occupy Wall Street: τι άλλο θα ακολουθήσει;

Του Σλαβόι Ζίζεκ, The Guardian 24/4/2012

μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
“Για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν θα έπρεπε να τοποθετείται πρωτίστως στην πολιτική σφαίρα. Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται μάλλον στο “απολίτικο” δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η αλλαγή που χρειάζεται, αν θέλουμε μια πραγματική βελτίωση, δεν είναι μια πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά μια αλλαγή στις “απολίτικες” κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Δεν ψηφίζουμε για το ποιος κατέχει τι, για τις σχέσεις στο εργοστάσιο κ.λπ. -- όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της σφαίρας της πολιτικής”.
Τι κάνουμε ως συνέχεια του κινήματος “Κατάληψη της Γουόλ Στριτ” , όταν οι διαδηλώσεις που άρχισαν πολύ μακριά –στη Μ. Ανατολή, την Ελλάδα, την Ισπανία, το Ην. Βασίλειο-- έφτασαν στο κέντρο και τώρα είμαστε πιο δυναμωμένοι και ορατοί από όλο τον κόσμο;
Μιμούμενος το κίνημα Κατάληψη της Γουόλ Στριτ στις 16/10/2011, ένας διαδηλωτής στο Σαν Φρανσίσκο απευθύνθηκε στο πλήθος προσκαλώντας το να συμμετάσχει σαν να ήταν ένα χίπικο γεγονός, του στιλ της δεκαετίας του 1960:
“Μας ρωτούν ποιο είναι το πρόγραμμά μας. Δεν έχουμε πρόγραμμα. Είμαστε εδώ γιατί περνάμε καλά”.


Τέτοιες δηλώσεις δείχνουν έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι διαδηλωτές: τον κίνδυνο να ερωτευτούν τους εαυτούς τους, με τον ευχάριστο χρόνο που περνούν στα “κατειλημμένα” μέρη. Τα πανηγύρια δεν έχουν κόστος – η αληθινή δοκιμασία της αξίας όλων αυτών είναι τι μένει την επόμενη ημέρα , πώς θα αλλάξει η καθημερινότητά μας . Οι διαδηλωτές θα έπρεπε να ερωτευτούν τη σκληρή και υπομονετική δουλειά – βρίσκονται στην αρχή και όχι στο τέλος. Το βασικό μήνυμά τους είναι: το ταμπού έχει σπάσει δεν ζούμε στον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε εναλλακτικές λύσεις.
Ως ένα είδος εγελιανής τριάδας, η δυτική Αριστερά έχει διαγράψει έναν πλήρη κύκλο: αφού εγκατέλειψε τη λεγόμενη “ουσιοκρατία του ταξικού αγώνα” για τον πλουραλισμό των αντιρατσιστικών, φεμινιστικών κ.λπ. αγώνων, ο “καπιταλισμός” επανεμφανίζεται τώρα σαφώς ως το όνομα του μέγιστου προβλήματος.
Τα πρώτα δύο πράγματα που θα έπρεπε κανείς να απαγορεύσει, συνεπώς, είναι η κριτική στη διαφθορά και η κριτική στον χρηματιστικό καπιταλισμό. Πρώτον, ας μην κατηγορούμε τους ανθρώπους και τις στάσεις τους: το πρόβλημα δεν είναι η διαφθορά ή η απληστία, το πρόβλημα είναι το σύστημα που σε ωθεί στη διαφθορά. Η λύση δεν είναι η Μέιν Στριτ [δηλ. η “πραγματική οικονομία'] ή η Γουόλ Στριτ [το κερδοσκοπικό παιχνίδι], αλλά η αλλαγή του συστήματος στο οποίο η Μέιν Στριτ δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη Γουόλ Στριτ. Δημόσιες προσωπικότητες από τον πάπα μέχρι τον παπά της ενορίας μάς βομβαρδίζουν με νουθεσίες να καταπολεμήσουμε την υπερβολική απληστία και κατανάλωση – αυτό το αηδιαστικό θέαμα της φθηνής ηθικολογίας αποτελεί μια ιδεολογική επιχείρηση: η παρόρμηση (της επέκτασης) που είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το σύστημα μεταφράζεται σε προσωπικό αμάρτημα, σε προσωπική ψυχολογική ροπή ή, όπως το έθεσε ένας θεολόγος κοντινός στον πάπα:
“ Η παρούσα κρίση δεν είναι κρίση του καπιταλισμού, αλλά κρίση της ηθικής”.
Ας θυμηθούμε το περίφημο αστείο στη Νίνοτσκα του Έρνστ Λούμπιτς: ο ήρωας επισκέπτεται μια καφετέρια και παραγγέλνει καφέ χωρίς κρέμα. Το γκαρσόνι απαντάει:
"Συγνώμη, μας έχει τελειώσει η κρέμα, έχουμε μόνο γάλα. Μπορώ να σας φέρω καφέ χωρίς γάλα;”
Δεν έγινε ένα παρόμοιο τρικ με τη διάλυση των ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών καθεστώτων το 1990; Οι άνθρωποι που διαδήλωναν ήθελα ελευθερία και δημοκρατία χωρίς διαφθορά και εκμετάλλευση και αυτό που πήραν ήταν ελευθερία και δημοκρατία χωρίς αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.
Παρόμοια, ο κοντινός στον πάπα καθολικός θεολόγος με προσεκτικό τρόπο τονίζει ότι οι διαδηλωτές θα έπρεπε να στοχεύσουν στην ηθική αδικία, την απληστία, τον καταναλωτισμό κ.λπ. και όχι στον καπιταλισμό. Η αυτοπροωθούμενη κυκλοφορία του κεφαλαίου παραμένει περισσότερο παρά ποτέ το έσχατο Πραγματικό της ζωής μας, ένα κτήνος που εξ ορισμού δεν μπορεί να ελεγχθεί.
Θα έπρεπε να αποφύγουμε τον πειρασμό του ναρκισσιμού του χαμένου σκοπού ή του θαυμασμού της θεσπέσιας ομορφιάς των εξεγέρσεων που είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Ποια νέα θετική τάξη πραγμάτων θα έπρεπε να αντικαταστήσει την παλιά την επόμενη ημέρα, όταν ο υπέροχος ενθουσιασμός της εξέγερσης θα έχει τελειώσει; Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μοιραία αδυναμία των λαϊκών διαμαρτυριών: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που δεν είναι ικανή να μετασχηματιστεί σε ένα μίνιμουμ θετικό πρόγραμμα κοινωνικο-πολιτικής αλλαγής. Εκφράζουν το πνεύμα της εξέγερσης χωρίς επανάσταση.
Αντιδρώντας στις παρισινές διαδηλώσεις του 1968, ο Λακάν έλεγε:
"Αυτό που επιζητείτε ως επαναστάτες είναι ένα νέο αφεντικό. Θα το έχετε".
Φαίνεται πως η παρατήρηση του Λακάν ήταν εύστοχη και για τους indignados (και όχι μόνο) της Ισπανίας. Στο βαθμό που η διαμαρτυρία τους παραμένει στο επίπεδο μιας υστερικής πρόκλησης του αφέντη, χωρίς πρόγραμμα για μια νέα τάξη πραγμάτων που θα αντικαταστήσει την παλιά, ουσιαστικά λειτουργεί σαν μια έκκληση σε έναν νέο αφέντη, όσο κι αν αυτό αποκηρύττεται.
Πήραμε μια πρώτη γεύση αυτού του νέου αφέντη στην Ελλάδα και στην Ιταλία, πιθανώς θα ακολουθήσει και η Ισπανία. Σαν να απαντά ειρωνικά στην έλλειψη ειδικών πολιτικών προγραμμάτων των διαδηλωτών, η τωρινή τάση είναι να αντικαθίστανται οι πολιτικοί της κυβέρνησης με “ουδέτερη” κυβέρνηση απολίτικων τεχνοκρατών (κυρίως τραπεζιτών, όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία). Οι πολύχρωμοι “πολιτικοί” εκδιώκονται, έρχονται οι γκρίζοι ειδικοί. Αυτή η τάση κινείται σαφώς προς ένα κράτος μόνιμης έκτακτης ανάγκης και την αναστολή της πολιτικής δημοκρατίας.
Συνεπώς, πρέπει να δούμε σ' αυτή την εξέλιξη και μια πρόκληση: δεν είναι αρκετό να απορρίπτει κανείς τη διακυβέρνηση από μη πολιτικούς τεχνοκράτες ως την πιο ανελέητη μορφή ιδεολογίας. Πρέπει επίσης να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά τι να προτείνει αντί της κυρίαρχης οργάνωσης της οικονομίας , να φανταστεί και να δοκιμάσει πειραματικά εναλλακτικές μορφές οργάνωσης της οικονομίας, να αναζητήσει τα σπέρματα του καινούργιου. Ο κομμουνισμός δεν είναι ακριβώς ή κυρίως μια καρναβαλική γιορτή μαζικής διαμαρτυρίας, όταν το σύστημα σταματά να λειτουργεί. Ο κομμουνισμός είναι επίσης, πάνω απ' όλα, μια νέα μορφή οργάνωσης, πειθαρχίας σκληρής δουλειάς.
Οι διαδηλωτές οφείλουν να γνωρίζουν όχι μόνο τους εχθρούς, αλλά και τους ψεύτικους φίλους που υποκρίνονται ότι τους υποστηρίζουν, αλλά ήδη δουλεύουν εντατικά για να διαλύσουν τις διαμαρτυρίες τους. Με τον ίδιο τρόπο που πίνουμε καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ, που τρώμε παγωτό χωρίς λιπαρά, αυτοί προσπαθούν να μετατρέψουν τις λαϊκές διαμαρτυρίες σε ανώδυνη ηθικίστικη στάση. Στο μποξ, “λαβή” σημαίνει να κρατάς το σώμα του αντιπάλου με το ένα ή και τα δύο χέρια για να αποτρέψεις ή να εμποδίσεις τις γροθιές. Η αντίδραση του Μπιλ Κλίντον στις διαδηλώσεις στη Γουόλ Στριτ είναι μια εξαιρετική περίπτωση πολιτικής λαβής. Ο Κλίντον θεωρεί ότι οι διαδηλώσεις είναι “γενικά ... θετικές”, αλλά ανησυχεί για το νεφελώδες του σκοπού. Τους υπέδειξε να στρατευτούν στο πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας του Ομπάμα, που θα δημιουργήσει, όπως ισχυρίστηκε, “δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας τον επόμενο ενάμιση χρόνο”. Εκείνο στο οποίοι όφειλε να αντισταθεί κανείς σ' αυτό το στάδιο ήταν ακριβώς να μετατρέψει την ενέργεια της διαμαρτυρίας σε ένα σύνολο “συγκεκριμένων” πραγματιστικών αιτημάτων. Ναι, οι διαμαρτυρίες δημιούργησαν ένα κενό – ένα κενό στο πεδίο της ηγεμονικής ιδεολογίας και χρειάζεται χρόνος για να γεμίσει αυτό το κενό, αφού είναι ένα κενό γκαστρωμένο, ένα άνοιγμα στο αληθινά Νέο. Ο λόγος που βγήκαν στο δρόμο οι διαδηλωτές ήταν γιατί είχαν μπουχτίσει από έναν κόσμο στον οποίο θεωρείται επαρκές για να αισθάνεται κανείς καλά το να ανακυκλώνει τα κουτιά της κόκα κόλας, να δίνει μερικά δολάρια σε φιλανθρωπίες ή να αγοράζει καπουτσίνο από τα Starbucks για να πηγαίνει το 1% στον Τρίτο Κόσμο.
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση σταδιακά αλλά ανελέητα υπονομεύει τη νομιμοποίηση των δυτικών δημοκρατιών. Λόγω του διεθνούς χαρακτήρα τους, μεγάλες οικονομικές διαδικασίες δεν μπορούν να ελεγχθούν από δημοκρατικούς μηχανισμούς που εξ ορισμού περιορίζονται στα έθνη-κράτη. Έτσι, οι λαοί όλο και περισσότερο βιώνουν τις θεσμικές δημοκρατικές μορφές ως ανίκανες να εξυπηρετήσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα.
Σ' αυτό ακριβώς παραμένει απόλυτα έγκυρη μια βασική ιδέα του Μαρξ, σήμερα περισσότερο από ποτέ: για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν θα έπρεπε να τοποθετείται πρωτίστως στην πολιτική σφαίρα. Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται μάλλον στο “απολίτικο” δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η αλλαγή που χρειάζεται, αν θέλουμε μια πραγματική βελτίωση, δεν είναι μια πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά μια αλλαγή στις “απολίτικες” κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Δεν ψηφίζουμε για το ποιος κατέχει τι, για τις σχέσεις στο εργοστάσιο κ.λπ. -- όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της σφαίρας της πολιτικής. Είναι ψευδαίσθηση να περιμένουμε ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα “επεκτείνοντας” τη δημοκρατία σ' αυτή τη σφαίρα, ας πούμε, οργανώνοντας “δημοκρατικές” τράπεζες υπό λαϊκό έλεγχο. Σε τέτοιες “δημοκρατικές” διαδικασίες (που, βεβαίως, έχουν να παίξουν θετικό ρόλο), ανεξάρτητα του πόσο ριζοσπαστικός είναι ο αντικαπιταλισμός μας, η λύση που επιδιώκεται είναι να εφαρμοστούν οι δημοκρατικοί μηχανισμοί – οι οποίοι , δεν θα έπρεπε να ξεχνούμε, είναι τμήμα των μηχανισμών του “αστικού” κράτους που εγγυάται την ανενόχλητη λειτουργία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Η εμφάνιση ενός διεθνούς κινήματος διαμαρτυρίας χωρίς συνεκτικό πρόγραμμα δεν είναι, συνεπώς, τυχαία: αντανακλά μια βαθύτερη κρίση, μια κρίση χωρίς εμφανή λύση. Η κατάσταση είναι όπως στην ψυχανάλυση, όπου ο ασθενής γνωρίζει την απάντηση (τα συμπτώματά του είναι τέτοιες απαντήσεις), αλλά δεν γνωρίζει σε τι απαντούν και ο αναλυτής πρέπει να διατυπώσει το ερώτημα. Μόνο μέσα από μια τέτοια υπομονετική δουλειά θα εμφανιστεί ένα πρόγραμμα.
Σε ένα παλιό ανέκδοτο από την εκλιπούσα Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ένας Γερμανός εργάτης πιάνει δουλειά στη Σιβηρία. Επειδή γνωρίζει ότι οι επιστολές του θα διαβάζονται από τους λογοκριτές , λέει στους φίλους του:
"Ας φτιάξουμε έναν κώδικα: αν το γράμμα που θα λάβετε από μένα είναι γραμμένο με το συνηθισμένο μπλε μελάνι, είναι αληθινό. Αν είναι γραμμένο με κόκκινο είναι πλαστό”.
Ύστερα από έναν μήνα, οι φίλοι του παίρνουν το πρώτο γράμμα γραμμένο με μπλε μελάνι:
"Όλα είναι θαυμάσια εδώ: τα μαγαζιά είναι γεμάτα, τα τρόφιμα άφθονα, τα διαμερίσματα μεγάλα και με καλή θέρμανση, κινηματογράφοι δείχνουν δυτικές ταινίες, υπάρχουν πολλά όμορφα κορίτσια διαθέσιμα για ερωτικό δεσμό – το μόνο που δεν υπάρχει είναι κόκκινο μελάνι”.
Δεν είναι αυτή η κατάστασή μας σήμερα; Έχουμε όλες τις ελευθερίες που θέλει κάποιος – το μόνο που λείπει είναι το “κόκκινο μελάνι”: αισθανόμαστε ελεύθεροι, επειδή δεν έχουμε την ίδια τη γλώσσα για να αρθρώσουμε την ανελευθερία μας. Αυτό που σημαίνει η έλλειψη κόκκινου μελανιού είναι ότι, σήμερα, όλοι οι βασικοί όροι που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την παρούσα σύγκρουση --”πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”, “δημοκρατία και ελευθερία”, “ανθρώπινα δικαιώματα” κ.ο.κ.-- είναι όροι ψευδείς, που δημιουργούν συγκεχυμένη πρόσληψη της κατάστασης αντί να μας επιτρέπουν να σκεφτούμε γι' αυτήν.
Το καθήκον μας σήμερα είναι να δώσουμε στους διαδηλωτές κόκκινο μελάνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων