Αλλά δεν είναι αγιογραφία είναι η φωτογραφία μιας γυναίκας με φαρδιά ζωή. Τόσο φαρδιά ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει ολόκληρη την ομορφιά του κόσμου. Και τόσο καθαρής υγείας ώστε να κάνει να αστράψουν όλα τα κάτοπτρα μιας άρρωστης πολιτικής, απ' όπου γλιτώνουν όσοι πατούν στα πόδια τους με την ίδια σιγουριά που και ο ουρανός πατάει στα πόδια του για να μπορεί να ονειρεύεται.
Μα ναι. Αυτή η γυναίκα είναι ένα όνειρο που ονειρεύεται έτσι όπως χαμογελάει και έχει αφήσει πίσω της τα μορμολύκεια των αριθμών και την απρόσωπη φρίκη των ραβδούχων αυτής της φρικώδους εμπροσθοφυλακής που μας επιστρέφει στη βαρβαρότητα. Και είναι ένα όνειρο πολύ πραγματικό. Πιο πραγματικό από την πραγματικότητα της νυκτώδους αφασίας. Αυτή η γυναίκα δεν γίνεται να ηττηθεί. Χαμογελάει και μας λέει ότι ηττάται μονάχα εκείνος «που πάει στον πόλεμο για να πεθάνει». Χαμογελάει και μας λέει ότι δεν καταδέχεται να είναι «άδηλος» παρουσία, αγόμενη και φερόμενη ασύντακτα και φοβικά προκειμένου να κρυφτεί από την οργή των «θεών» της αγοράς. Όχι έτσι.
Η κυρία αυτή χαμογελάει και μας δηλώνει το απέραντο «εδώ» της παρουσίας της, που πάει να πει ότι δημιουργεί έδαφος, μεγαλώνει τον χώρο πεδίου (άρα και τον χώρο του χρόνου) της ιστορικής δυνατότητας, πράγμα που δεν ξέρω πόσα αριστερά κομματικά συνέδρια χρειάζονται για να το καταφέρουν.
Ας το έχουμε υπ' όψη μας αυτό το ευρύπρακτο χαμόγελο τώρα που σηκώνονται οι στάχτες από τους παλιούς βωμούς, εκεί που περιμέναμε να σηκωθούν οι σπίθες. Κι ας έχουμε υπ' όψη μας επίσης -έτσι για να μαθητεύουμε από την αρχή στην πολιτική σεμνότητα- ότι δεν μας έχει ανάγκη. Εμείς έχουμε ανάγκη από την σταθερά αυτής της πάνδημης γυναίκας.
Μιλώ φυσικά για την Κυρία Φωτεινή (δεν θα μπορούσε να έχει άλλο όνομα!) Νικηταρά (δεν θα μπορούσε να έχει άλλο επίθετο!), περίβλεπτη προσωπικότητα μέσα στις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών (θυμήσου τις γυναίκες του Μαγιού για να καταλάβεις αυτό που δεν θα καταλάβουνε ποτέ οι ηλίθιοι της Ιστορίας, δηλαδή οι φασιστικοί εξουσιαστές της δημοκρατικής εξαθλίωσης), μιλώ για την Κυρία Φωτεινή Νικηταρά λοιπόν που στο χαμογελαστό της πρόσωπο έχει συμπεραθεί η γαιώδης βάση της αυριανής ουτοπίας. Η Κυρία Φωτεινή Νικηταρά είναι η γυναίκα, από τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών (που συχνά πυκνά υφίστανται τα παραγωγικά αποτελέσματα της βαριάς βιομηχανίας του ξυλοδαρμού), η οποία ένιωσε πισώπλατα το τι εστί δημοκρατία η οποία κινείται μεταξύ Δημήτρη Μελισσανίδη και Κάρολου Παπούλια. Μεταξύ Αργύρη Ντινόπουλου και Κάρολου Παπούλια. Μεταξύ Αχιλλέα Μπέου και Κάρολου Παπούλια. Μεταξύ Βαγγέλη Μαρινάκη και Κάρολου Παπούλια. Μεταξύ Σαμαρά και Κάρολου Παπούλια, μεταξύ Βενιζέλου και Κάρολου Παπούλια.
Α, ναι. Η Κυρία Φωτεινή Νικηταρά ένιωσε και το... βαρύ φτερό της γερακίσιας κότας που κλείνει τη Βουλή των Ελλήνων αρειμανίως εναντίον της Βουλής. Και τρέχουν οι παραγραφές της ανομίας και δεν φτάνουνε ποτέ -επειδή τις παρασέρνει ο άνεμος της σταθερότητας- στ' αυτιά της βαριάς δικαιοσύνης η οποία εξαλλάσσεται από Άρεια σε Αρειανή χωρίς κανένα πρόβλημα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Κι απέναντι η Κυρία Φωτεινή Νικηταρά. Για πες μου τώρα; Ποιος νομοθετεί; Ποιος δικάζει; Ποιος αναμέλπει τη νομοθετημένη συνύπαρξη; Με μια κουβέντα: Ποιος θέτει τη δημοκρατία στο τραπέζι μαζί με το ψωμί, με το φαΐ, με την ελπίδα, με τον έρωτα, με την πίκρα, με την έκταση, με την απόλαυση, με την άκανθο των κήπων που έγιναν κορινθιακά κιονόκρανα; Για πες: Ποιος θα το πει αυτό το άπειρο; Και το άλλο άπειρο μέσα στο άπειρο; Ποιος θα το πει; Με ποια σιωπή; Πάντως όχι το γουρούνι που χτύπησε -με ένστολη ανωνυμία και πολιτειακή ιδιοπροστασία, δηλαδή συνευθύνη όλων μας- πισώπλατα την Κυρία Φωτεινή Νικηταρά. Θέλω να πω ότι ένα ολόκληρο Σύνταγμα δεν μπορεί να προστατεύσει μια καθαρίστρια από τον ξυλοδαρμό.
Λέει η Κυρία Φωτεινή Νικηταρά, μιλώντας στην «Αυγή» (ρεπορτάζ Πέτρος Κατσάκος, Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014): «Τους τελευταίους εννέα μήνες έχω δεχτεί δεκάδες ύπουλα χτυπήματα από τους αστυνομικούς, αλλά καμιά μπουνιά και καμιά κλοτσιά δεν θα με σταματήσει από τη διεκδίκηση της δουλειάς και της αξιοπρέπειας μου. Εγώ δεν ντρέπομαι για τη δουλειά που έκανα, άλλοι θα πρέπει να ντρέπονται». Άκου τώρα το πώς υπερυψούται: «η διεκδίκηση της δουλειάς και της αξιοπρέπειας». Να καθαρίζεις σκάλες. Και να αγωνίζεσαι γι' αυτό. Γιατί αυτό σου επιτρέπει να ζεις. Και γιατί ο πίδακας του αγωνιζόμενου ανθρώπου στέλνει ψηλά, πολύ ψηλά το ζείδωρο νερό της περηφάνιας. Σας ευχαριστώ γι' αυτό, Κυρία Φωτεινή Νικηταρά. Γιατί μου μάθατε ότι όλες οι δουλειές, είναι περηφάνια. Και εσάς σας ευχαριστώ, κύριε Κάρολε Παπούλια. Γιατί μου μάθατε ότι μερικές δουλειές, έστω κατά περίσταση περιποιούν ντροπή στον εργαζόμενο: Όπως, ας πούμε, στο ανώνυμο ενεργούμενο που χτύπησε πισώπλατα, με όλη τη δύναμη της Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής Εξουσίας, την Κυρία Φωτεινή Νικηταρά. Που χαμογελάει στη φωτογραφία. Χαμογελάστε και εσείς, κύριε Πρόεδρε. Έστω πίσω από τις ασπίδες. Του Συντάγματος, εννοείται.