«Όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα...» δήλωσε μεταξύ άλλων πομφολύγων στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου, μετά την ολοκλήρωση του Ecofin στο Λουξεμβούργο, ο Γκίκας Χαρδούβελης.
Η δήθεν επικοινωνιακή άνεση και το αμφιβόλου ποιότητας χιούμορ του νέου υπουργού Οικονομικών
μοιράζεται την ίδια καταγωγή και τα ίδια αναιμικά κοινωνικά χαρακτηριστικά με αυτό των προκατόχων του αλλά και των εντολέων του.
Το  πνευματικό νοικοκυριό της νεοδεξιάς παράταξης που μας κυβερνά σήμερα διαμορφώθηκε κυρίως στα πανεπιστήμια της Δύσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70, στο περιθώριο όμως της πραγματικής μόρφωσης, εκεί όπου οι παραδοσιακές κοινωνικές και δημοκρατικές αξίες πάλευαν για να συνέλθουν από τα χτυπήματα του πολέμου και να μην απορροφηθούν από τις «μαύρες τρύπες» που άνοιξε αυτός σε ολόκληρη την ήπειρο.
Στη συνέχεια οι αξίες αυτές υποβαθμίστηκαν σε διακοσμητικούς θεσμούς σε έναν όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου κυριάρχησαν πανίσχυροι οργανισμοί χωρίς καμιά δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, θεσμοί που δεν λογοδοτούν σε κανέναν και κυρίως σε εκείνους των οποίων τις ζωές καταστρέφουν. Κυριάρχησαν παντού με την αμέριστη συνδρομή των ΜΜΕ, τα οποία συστηματικά, με σχεδόν θεολογικό τρόπο, διαστρέφουν και κακοποιούν την αλήθεια, όπως έκανε πρώτη η μεσαιωνική Εκκλησία στον πόλεμο που κήρυξε κάποτε απέναντι στους εξεγερμένους χωρικούς.
Τι κάνουν όμως οι αριστεροί; Είμαστε αδύναμοι; Είμαστε τελικά απλά τα ανήμπορα θύματα της οικονομικής κρίσης; Έχουν οι δίκαιες διαμαρτυρίες μας την παραμικρή επίδραση στις ανελέητες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου; Έχουμε τη δύναμη να επιφέρουμε κάποια ουσιαστική αλλαγή; Πέντε χρόνια μετά την κοινωνική συντριβή, ποια αιτήματα θα πρέπει να προβάλλει η πλειοψηφία των πολιτών;

Όντως, το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις συσπείρωσης και αγώνα, αναζωπυρώνει σ' ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας την ελπίδα, οξύνει όμως ίσως υπερβολικά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «πολιτική ανυπομονησία». Οι διεργασίες προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης, που συντελούνται εδώ και καιρό στην ελληνική κοινωνία, επιβραδύνονται. Επηρεάζονται με καθοριστικό τρόπο από την αναποτελεσματικότητα, τον φόβο, τις ιδιοτέλειες και τις παθογένειες του κινήματος και κυρίως από τις αντιφατικές συμπεριφορές των δυνάμεων της Αριστεράς.
Σε σχέση με την πραγματική ισχύ των ελίτ, των ΜΜΕ και των τραπεζιτών, η πίεση που ασκείται καθημερινά στην πολιτική ζωή από τα αριστερά κόμματα, τα συνδικάτα και τον κοινοβουλευτισμό μοιάζει να είναι σχεδόν αμελητέα. Η ίδια η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι, στην πραγματικότητα, μόνο ένα μέσο για την εξασφάλιση της περιοδικής αλλαγής στην ομάδα διαχείρισης ενός συστήματος που παραμένει κατ' ουσίαν άθικτο.
Τα αίτια αυτής της αβελτηρίας είναι βαθύτερα: ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και ψυχολογικά, ξεπερνούν τις υπαρκτές καταστάσεις κρίσης και απαξίωσης των συλλογικών τρόπων διεκδίκησης και σχηματοποιούνται προσωρινά σε ένα ανησυχητικό μείγμα φόβου, συντηρητισμού και ατομισμού. Παρόλα αυτά και ίσως εξ αιτίας τους, πάντα ένα νέο σχέδιο διέγερσης της ουτοπικής επιθυμίας μπορεί να γεννηθεί και να συγκεντρώσει γρήγορα μια νέα δυναμική. Οι πολίτες πρέπει και μπορούν να γίνουν το «σχεσιακό κέντρο» αυτής της νεωτερικής δυναμικής μέσα και έξω από τα κόμματα.
Χρειάζεται όμως περισσότερος πολιτικός αυθορμητισμός παντού. Περισσότερος από όσο αντέχουν τα συνδικάτα και τα κόμματα. Περισσότερη αυτονομία από όση επιτρέπει η κομματική πειθαρχία, περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία στις δομές του κινήματος, περισσότερη ευθύνη στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία και στα νοσοκομεία.
Πάνω από όλα χρειάζεται η καθολική τήρηση ενός προγράμματος για τη δημοκρατία που να υπακούει στις αρχές της ουσιαστικής Αριστεράς, ενός σχεδίου καθολικής προστασίας της δημοκρατίας ως του μέσου για να περάσει επιτέλους το πλειοψηφικό ρεύμα από τους ελάχιστους που κατέχουν την οικονομική δύναμη στους πολλούς, "από το πορτοφόλι στην κάλπη - from the wallet to the ballot", όπως έλεγαν κάποτε οι αριστεροί στην Αγγλία.